Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας διακρίθηκε στο συνέδριο της Capital Link στη Νέα Υόρκη με το βραβείο «2024 Annual Capital Link Hellenic Leadership Award», για την συνολική προσφορά του στην Ελλάδα και την συμβολή του στη διατήρηση της χώρας στην Ευρωζώνη.
Στην ομιλία του, υπό τον τίτλο «Για τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας», ο κ. Στουρνάρας ανέφερε χαρακτηριστικά:
Είμαι πολύ συγκινημένος για τη μεγάλη τιμή που μου κάνετε απόψε.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου 1956. Τελείωσα το Δημόσιο Γυμνάσιο Φιλοθέης το 1974. Σπούδασα Οικονομικά στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου απέκτησα μεταπτυχιακό δίπλωμα (M. Phil.) τo 1980 και διδακτορικό δίπλωμα (D. Phil.) το 1982. Η διδακτορική μου διατριβή αποσκοπούσε στη θεμελίωση της μακροοικονομικής θεωρίας πάνω σε μαθηματικά μικροοικονομικά υποδείγματα.
Ξεκίνησα την ακαδημαϊκή μου σταδιοδρομία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο St. Catherine’s College, αμέσως μετά την απόκτηση του διδακτορικού μου διπλώματος, διδάσκοντας οικονομικά και διεξάγοντας έρευνα στην αγορά πετρελαίου. Ήμουν μάλιστα ο πρώτος ερευνητής στο νεοϊδρυθέν τότε (1982) Ινστιτούτο Ενεργειακών Σπουδών της Οξφόρδης. Αυτό είχε καταλυτική σημασία για το μέλλον, όπως θα εξακριβώσετε αμέσως μετά!
Όλα έδειχναν ότι η Οξφόρδη θα γινόταν ο μόνιμος τόπος κατοικίας μας, αφού τόσο η σύζυγός μου η Λίνα (και εκείνη απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στη Νευροφυσιολογία στην Οξφόρδη και ξεκίνησε παράλληλα με εμένα ακαδημαϊκή σταδιοδρομία) όσο και εγώ ήμαστε πολύ ικανοποιημένοι από τη ζωή μας εκεί.
Η λήψη άδειας (sabbatical) από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης για να εκπληρώσω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις στην Ελλάδα, κυρίως όμως η τύχη, άλλαξε τα σχέδιά μου! Τελειώνοντας την στρατιωτική θητεία μου, άρχισα να προετοιμάζομαι για την επιστροφή μου στην Οξφόρδη, όταν συνάντησα, εντελώς τυχαία, στον δρόμο, έναν φίλο από την Οξφόρδη, τον γνωστό σήμερα στην Ελλάδα οικονομολόγο Πλάτωνα Τήνιο, ο οποίος, σχεδόν πιεστικά, μου έκλεισε ραντεβού με την τότε (1986) ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, τον Υπουργό Κώστα Σημίτη και τον Υφυπουργό Γιάννο Παπαντωνίου.
Πήγα από ευγένεια και τους είδα, για να μη χαλάσω το χατίρι του Πλάτωνα. Μου ζήτησαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, να παρατείνω την άδειά μου από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και να παραμείνω για ένα διάστημα στην Ελλάδα για να τους βοηθήσω αφενός στο σταθεροποιητικό οικονομικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει το 1985, κυρίως όμως για να ενταχθώ, ως ειδικός σε θέματα ενέργειας, στη διαπραγματευτική ομάδα, υπό την ηγεσία του αείμνηστου Αναστάση Πεπονή, τότε Υπουργού Ενέργειας και Βιομηχανίας, που θα διαπραγματευόταν με την τότε σοβιετική εταιρεία Gazprom την προμήθεια φυσικού αερίου στην Ελλάδα!
Να μην τα πολυλογώ, με έπεισαν. Γύρισα στην Οξφόρδη και παρέτεινα την άδειά μου για έναν ακόμη χρόνο. Η Λίνα δεν συμφωνούσε τότε. «Δεν επιστρέφω εγώ», μου λέει. «Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψεις οριστικά στην Οξφόρδη». Συμφωνήσαμε. Μέσα μου, πάντα ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Η Λίνα όχι.
Επέστρεψα λοιπόν στην Αθήνα μόνος μου. Ειδικός Σύμβουλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με άδεια από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αυτό ήταν! Μου άρεσε πολύ ο συνδυασμός ακαδημαϊκής δουλειάς και άσκησης οικονομικής πολιτικής. Αποφάσισα να ψάξω για μόνιμη δουλειά στην Ελλάδα.
Δεν άργησε να βρεθεί. Γρήγορα εντάχθηκα στο καθηγητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετά από σχετική προκήρυξη, στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών. Παράλληλα ο αείμνηστος Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρης Χαλικιάς μού είπε ότι ήταν διατεθειμένος να με προσλάβει ως Σύμβουλο στην Τράπεζα της Ελλάδος όταν τελειώσει η σύμβασή μου στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, εφόσον αποφασίσω να παραμείνω στην Ελλάδα και να μην επιστρέψω στην Οξφόρδη.
Στην Οξφόρδη επέστρεψα ουσιαστικά για να παραιτηθώ. Αποφασίσαμε με τη Λίνα να πάρουμε το ρίσκο να εγκαταλείψουμε σημαντικές ακαδημαϊκές θέσεις στην Οξφόρδη, στο Λονδίνο και στο Μπρίστολ και να επιστρέψουμε μόνιμα στην Αθήνα. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι τελευταίες λέξεις των προϊσταμένων μου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, αείμνηστων Sir Partrick Nairne (provost του St. Catherine’s College) και Robert Mabro (Προέδρου του Ινστιτούτου Ενεργειακών Σπουδών): ‘You must be mad to leave Oxford’. Δεν με έπεισαν. Έφυγα. Δεν το μετανιώσαμε. Και οι δυο μας όμως αισθανόμαστε τεράστιο χρέος στην Οξφόρδη. Ειδικά στην απόλυτη αξιοκρατία του συστήματος. Δουλέψαμε σκληρά, κάναμε καλά διδακτορικά και πήραμε, πολύ νέοι, θέσεις ερευνητών.
Η Ελλάδα με τίμησε με πολύ σημαντικές θέσεις. Τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Είχα τύχη αγαθή και μεγάλη τιμή να υπηρετήσω τον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα της πατρίδας μου και να συνεργαστώ με τις κυβερνήσεις έξι πρωθυπουργών: του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Παναγιώτη Πικραμμένου, του Αντώνη Σαμαρά, του Αλέξη Τσίπρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το Πανεπιστήμιο δεν το εγκατέλειψα ποτέ, μέχρι τη συνταξιοδότησή μου φέτος τον Αύγουστο, βοηθώντας τα τελευταία χρόνια υποψήφιους διδάκτορες στην εκπόνηση της διατριβής τους και δημοσιεύοντας μαζί τους ερευνητικά άρθρα. Μαζί με τα χρόνια που διετέλεσα Ερευνητικός Εταίρος (Research Fellow) στην Οξφόρδη, συμπλήρωσα αισίως 42 χρόνια πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας. Οι καλοί μου συνάδελφοι από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, καθώς και ο Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίμησαν πριν λίγες εβδομάδες, απονέμοντάς μου τον τίτλο του Ομότιμου Καθηγητή (Emeritus Professor).
Ο συνδυασμός ακαδημαϊκού και policy maker με συνέπαιρνε. Αν έμενα στην Οξφόρδη, αυτό δεν θα μπορούσα να το έχω. Ο συνδυασμός αυτός με βοήθησε στη δουλειά μου αφάνταστα, αν και απαιτούσε ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς. Ως ακαδημαϊκός, αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα τα όρια της ακαδημαϊκής σκέψης, αν δεν την δοκιμάσεις στην αρένα της οικονομικής πολιτικής. Ως policy maker, αντιλήφθηκα πολύ γρήγορα το έλλειμμα της οικονομικής πολιτικής όταν δεν θεμελιώνεται στις βασικές αρχές της οικονομικής επιστήμης.
Στην αρένα της οικονομικής πολιτικής λοιπόν! Πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα ήταν Σύμβουλος του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Κώστα Σημίτη και του Υφυπουργού Γιάννου Παπαντωνίου. Με αυτή την ιδιότητα, ασχολήθηκα, στο πλαίσιο του Σταθεροποιητικού Προγράμματος Σημίτη 1985-1987 με την εξυγίανση των Δημοσίων Eπιχειρήσεων και Οργανισμών και με την εκπόνηση σχεδίου εισοδηματικής πολιτικής που θα στηριζόταν στις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Δυστυχώς, αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, λόγω της παραίτησης τότε του Κώστα Σημίτη. Την ίδια περίοδο ασχολήθηκαμε τον αγωγό και την εισαγωγή φυσικού αερίου στην Ελλάδα.
Ως Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος (1988-1994), συνεργάστηκα με δύο Διοικητές της, τον αείμνηστο Δημήτρη Χαλικιά και τον Ευθύμιο Χριστοδούλου, καθώς και με τον τότε Οικονομικό Σύμβουλο Λουκά Παπαδήμο, σε θέματα νομισματικής πολιτικής.
Ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (1994-2000), συμμετείχα στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των μέτρων οικονομικής πολιτικής για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ και εκπροσώπησα την ελληνική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, με Πρωθυπουργό πρώτα τον Ανδρέα Παπανδρέου και μετά τον Κώστα Σημίτη και Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών τον Γιάννο Παπαντωνίου, που είχε και το γενικό συντονισμό της προσπάθειας, στη Νομισματική Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας (2000–2004), διαπραγματεύθηκα και υλοποίησα το πρώτο στάδιο της στρατηγικής συμμαχίας με την Crédit Agricole και τη δημιουργία μια σειράς κοινών θυγατρικών εταιρειών.
Ως Διευθύνων Σύμβουλος της Kappa Χρηματιστηριακής (2005–2008), απέκτησα σημαντική εμπειρία στην Επενδυτική Τραπεζική και στη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, που αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμη αργότερα στις δημόσιες θέσεις που μου ανατέθηκαν.
Ως Επιστημονικός Διευθυντής και μετέπειτα Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ (2008–2012), ήμουν υπεύθυνος για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των ερευνητικών προγραμμάτων και για τη διοίκηση του Ιδρύματος, αποκτώντας μεγάλη εμπειρία για τους σημαντικότερους κλάδους του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Ως Υπουργός Ανάπτυξης στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Παναγιώτη Πικραμμένου, το 2012, υπέγραψα την έγκριση πολλών επενδύσεων στο πλαίσιο του αναπτυξιακού νόμου.
Ως Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά (2012–2014), συνέβαλα στην αποκατάσταση της ροής των δανείων από τους δανειστές με την υλοποίηση των ανειλημμένων δεσμεύσεων, στη μερική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, στην επαναγορά δημόσιου χρέους με ευνοϊκούς όρους, στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, στην ομαλοποίηση της δημοσιονομικής κατάστασης και της οικονομίας, στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης μετά από ελλείμματα επί σειρά ετών, στη δραστική μείωση των διαφορών αποδόσεων (spreads) των ελληνικών ομολόγων, στην επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές ομολόγων και στην ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών.
Ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (2014-σήμερα), θέση στην οποία με επέλεξαν οι Πρωθυπουργοί Αντώνης Σαμαράς το 2014 και, για δεύτερη θητεία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020, συνέβαλα, σε συνεργασία με τα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος, στην παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2015, στην αποτελεσματική επιβολή και διαχείριση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στις τράπεζες το 2015 έως την επιτυχή πλήρη άρση τους το 2019, στην ομαλή ροή έκτακτης ρευστότητας (ELA) στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης, στην ανακεφαλαιοποίηση και εξυγίανση συστημικών και μη τραπεζών με παράλληλη πλήρη προστασία των τραπεζικών καταθέσεων, στην εξυγίανση προβληματικών τραπεζών, στη βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα, καθώς και στην αναδιάρθρωση της ίδιας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Επίσης, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμμετείχα και συμμετέχω στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, τόσο σε συνθήκες κρίσης και πολύ χαμηλού πληθωρισμού όσο και σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού μετά την πανδημία COVID-19, ενώ διετέλεσα και Πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου (Audit Committee) της ΕΚΤ.
Σήμερα, νιώθω πολύ μεγάλη ικανοποίηση που αξιώθηκα να συμβάλω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, και με την ανεκτίμητη βοήθεια ικανότατων συνεργατών μου σε όλες τις φάσεις εμπλοκής μου στα δημόσια πράγματα, πρώτον, στην ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, δεύτερον, στην παραμονή της στη ζώνη του ευρώ κάτω από τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες της κρίσης χρέους και, τρίτον, σε αυτό που, χωρίς υπερβολή, μπορώ σήμερα να ονομάσω “success story” της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία, τα τελευταία χρόνια, είναι αναμφισβήτητα ένα “success story” διεθνώς. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ανάκτηση πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία. Οι διαφορές αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου είναι σήμερα συγκρίσιμες με εκείνες των ομολόγων άλλων κρατών-μελών. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι σημαντικά υψηλότερος από το μέσο ρυθμό της ευρωζώνης. Τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα, η βιωσιμότητα του χρέους, καθώς και ζητήματα αναδιάρθρωσης και ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, έχουν αντιμετωπιστεί επιτυχώς, ενώ οι τραπεζικές καταθέσεις έχουν προστατευθεί πλήρως. Στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 2000 η μη συνετή δημοσιονομική πολιτική και η απώλεια ανταγωνιστικότητας είχαν δημιουργήσει τεράστια «δίδυμα ελλείμματα» και προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να βρεθεί στο επίκεντρο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, με τις αγορές και τους αναλυτές να προβλέπουν, τόσο το 2012 όσο και το 2015, την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (Grexit). Πώς λοιπόν η Ελλάδα κατάφερε να γίνει «success story»; Κατά τη γνώμη μου αυτό μπορεί να εξηγηθεί από έξι παράγοντες:
· Επώδυνη εγχώρια δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή κατά τη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής.
· Ισχυρή βούληση για παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
· Γενναιόδωρη αναχρηματοδότηση χρέους με πολύ ευνοϊκούς όρους.
· Εξαίρεση (waiver) των ελληνικών ομολόγων από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος για όσο διάστημα η Ελλάδα δεν είχε πιστοληπτική αξιολόγηση στην επενδυτική κατηγορία.
· Γενναιόδωρη στήριξη από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NGEU (RRF).
· Ορθόδοξες δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές και διαρθρωτικές πολιτικές, ακολουθούνται τα τελευταία χρόνια.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται και κατά τη διάρκεια του 2024 με ρυθμό αρκετά υψηλότερο από αυτόν της ζώνης του ευρώ. Η αγορά εργασίας διατηρεί τη δυναμική της και τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνονται. Ο γενικός πληθωρισμός είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με τους υψηλούς ρυθμούς του 2023”.
O διοικητής της ΤτΕ κατέληξε: “Mε την επώδυνη εμπειρία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, πιστεύω ότι τα «συστημικά» ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν ως αυτονόητους πυλώνες την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας.
Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων. Κατά την άποψή μου, η συναίνεση γύρω από την οικονομία πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, τη δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Δεύτερον, τη δέσμευση για τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή τη διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων. Τρίτον, τη δέσμευση για οικονομική σύγκλιση μέσα από την εξάλειψη του επενδυτικού κενού, και για την προώθηση των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και την αναβάθμιση των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής οικονομικής ατζέντας στη θεματολογία της”.