Από τα επτά της χρόνια, η Ιώ Βουλγαράκη έλεγε πως θα κάνει θέατρο, κι αυτό δεν άλλαξε ποτέ. Αυτό έκανε, αυτό κάνει, αποδεικνύοντας πως ποτέ δεν είναι νωρίς για να ονειρευτείς και να σχεδιάσεις…
Φέτος, μια χρονιά που, μετά την πανδημική κρίση, το ελληνικό θέατρο ψάχνεται και ψάχνει σε ένα καινούριο τοπίο, σκηνοθετεί για πρώτη φορά ένα έργο για παιδιά, μάλλον για το παιδί που ποτέ δεν έφυγε από το μέσα των μεγάλων, το »Χάιντι και τα βουνά» του Ανδρέα Φλουράκη και ετοιμάζει με την θεατρική ομάδα ΠΥΡ την »Αρκουδοράχη» του Ουαλού Εντ Τόμας, παράσταση που θα έλθει στη Λάρισα την άνοιξη στο πλαίσιο του προγράμματος του Θεσσαλικού Θεάτρου.
Σε μια σύντομη συνομιλία, μας μιλά για τη δουλειά της, τη Μόσχα των σπουδών της και του σήμερα, για την Αθηνοκεντρική θεατρική σκηνή και τη σκηνή της Περιφέρειας, για την απώλεια και για την σύγκρουση του παλιού και νέου κόσμου… Μας μιλά μία καλλιτέχνης που αυτό, που αποφάσισε στα επτά της χρόνια το υπηρετεί, το απολαμβάνει και το μοιράζεται, γιατί η Τέχνη αν δεν μοιράζεται δεν είναι Τέχνη…
Οι δύο παραστάσεις
«’Η Χάιντι και τα Βουνά’ του Ανδρέα Φλουράκη είναι από τα δώρα που τυχαίνουν καμιά φορά σε αυτή τη δουλειά, αφενός γιατί ήρθε και με βρήκε σε μια ειδική στιγμή της προσωπικής μου ζωής που είχα ανάγκη να αγγίξω το θέμα της απώλειας, αφετέρου γιατί έσμιξε σε αυτό το εγχείρημα μια υπέροχη ομάδα ανθρώπων προς τους οποίους είμαι ευγνώμων. Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετώ έργο για παιδιά και το ερώτημα τι σημαίνει «για παιδιά – ή μάλλον και για παιδιά» ήταν και παραμένει για μένα ανοιχτό.
Η «Αρκουδοράχη» του πολυβραβευμένου Ουαλού Εντ Τόμας είναι ένα έργο του 2019, την ίδια χρονιά πρωτοπαρουσιάστηκε στο Royal Court Theatre του Λονδίνου και είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο, το οποίο έχουμε τη χαρά να συστήνουμε στο ελληνικό κοινό η ομάδα ΠΥΡ, σε μετάφραση του Αργύρη Ξάφη.
Φτάνει πολύ βαθιά στο θέμα της σύγκρουσης παλιού και νέου κόσμου, παρελθόντος και παρόντος και στο ζήτημα της ταυτότητας, υπό το πρίσμα πάντα αυτής της σύγκρουσης, με κεντρικούς ήρωες κάποιους ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν την στιγμή που όλα γύρω τους αλλάζουν ριζικά και αμετάκλητα. Χαίρομαι πολύ που θα παίξουμε στη Λάρισα, καθώς για μένα προσωπικά αυτή είναι η πόλη των γονιών μου και παρότι δεν έχω ζήσει ποτέ εκεί, μοιραία φέρω μια σύνδεση και ως γεγονός και μόνο αυτό επικοινωνεί κατά κάποιον τρόπο με το ίδιο το θέμα του έργου. Από την άλλη, στην πραγματικότητα δεν γνωρίζω τίποτα για το σημερινό κοινό της πόλης και έχω σίγουρα την περιέργεια που θα είχα σε οποιαδήποτε άγνωστη πόλη που παράγει και βλέπει θέατρο».
Όσο για τη Μόσχα, «σήμερα μοιάζει τόσο διαφορετική από τη Μόσχα που γνώρισα εγώ πριν από δεκαπέντε χρόνια. Μου γεννά φόβο και θλίψη. Είναι μια πόλη που ασφαλώς με καθόρισε και παρά την τεράστια αγωνία που είχε το να βρεθώ εκεί μόνη όταν πρωτοπήγα να σπουδάσω και να αναμετρηθώ με το άγνωστο, δεν ξεχνάω ποτέ το αίσθημα ελευθερίας που ένιωθα σε εκείνη την συνθήκη, μιας ελευθερίας που δεν έχω ξαναβρεί ποτέ στη ζωή μου ως αίσθημα μέχρι και σήμερα και δε νομίζω πως είναι εφικτό να την ξαναβρώ. Είναι μάλλον αυτή η πολύ προσωπική ελευθερία όταν κανείς ανακαλύπτει αλλά και εφευρίσκει τον εαυτό του. Επρόκειτο για ένα κράμα ανθρώπων (δασκάλων, φίλων, καλλιτεχνών που θαύμαζα), στιγμής και τόπου που δεν επαναλαμβάνεται. Σήμερα δυστυχώς η Μόσχα στα μάτια μου είναι κλειστή, φοβική, επιθετική, πολωμένη, εσωστρεφής και παράλογη».

Πανδημία, Αθήνα, θέατρο
«Μετά την πανδημία φοβάμαι πως κινούμαστε ολοταχώς προς τα πίσω. Η Αθήνα ούτως ή άλλως και προ covid παρήγε υπεράριθμες παραστάσεις, περισσότερες από όσες μπορούσε να καταναλώσει. Τώρα όμως έχουν μπει δυναμικά και άλλα δεδομένα στο παιχνίδι, δεν μπορείς να συνομιλήσεις με θεατρικό παραγωγό αν δεν έχεις να προτείνεις ηθοποιούς που παίζουν στην τηλεόραση και συχνά ηθοποιούς που έχουν έναν Χ αριθμό followers στο ίνσταγκραμ – το γράφω και ντρέπομαι κι όμως είναι η αλήθεια. Ενίοτε, ούτε με κρατικούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς μπορείς να συζητήσεις χωρίς μια τέτοια διανομή.
Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ομάδες που ξοδεύουν τη ζωή τους ολόκληρη στο θέατρο αναζητώντας ένα στίγμα δεν μπορούν να επιβιώσουν αυτή την στιγμή, καθώς είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν ένα σύστημα που κινείται αυστηρά με όρους μόδας και εσόδων και δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε τα εφόδια να καταθέσει ουσιαστική καλλιτεχνική πρόταση. Έτσι εκπαιδεύουμε τον κόσμο να πηγαίνει σε μια παράσταση για να δει τον τάδε ή τον δείνα να κάνει ό,τι ακριβώς κάνει και στο σήριαλ που παίζει, πηγαίνει προκειμένου να επιβεβαιώσει δηλαδή κάποιον ή κάποια και μέχρι εκεί. Νομίζω πως είμαστε σε πολύ δύσκολη στιγμή θεατρικά και με την ανύπαρκτη πολιτική βούληση που επικρατεί, θα κάνουμε χρόνια να εκπλαγούμε».
Τέλος «τα περιφερειακά θέατρα χρειάζονται στήριξη, αν θέλουμε να είναι σύγχρονα, δυναμικά, εξωστρεφή και να προκύψουν κοιτίδες έρευνας και θεατρικής ζωής εκτός Αθήνας. Αυτό κι αν απαιτεί πολιτική βούληση. Δραστήριοι άνθρωποι τυχαία και σπάνια περνάνε από αυτά και ο προσωπικός τους μόχθος είναι απλά μια σύμπτωση. Δεν υπάρχουν ούτε τα χρήματα ούτε ο σχεδιασμός για να μην είναι έτσι».