Γεννήθηκε στη Λάρισα. Έλαβε πτυχίο και μεταπτυχιακό από το Τμήμα Φιλολογίας με ειδίκευση στην Κλασική Φιλολογία (Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου εκπόνησε διδακτορική διατριβή με αντικείμενο την κλασική ρητορεία, τη ρητορική, την πολιτική και τη Δημοκρατία της κλασικής περιόδου.
Tο 2002 εκλέχτηκε λέκτορας με γνωστικό αντικείμενο την «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία» στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Από τον Φεβρουάριο του 2018-2020 υπηρέτησε στο ίδιο τμήμα ως καθηγητής και πρόεδρος, ενώ από το 2014 έως το 2018 υπήρξε Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας. Το 2020 εκλέχτηκε Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Επιπλέον, ασκεί διοικητικό και ερευνητικό έργο ως Διευθυντής του Εργαστηρίου Μελέτης του Αρχαίου Κόσμου (Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο), είναι επιστημονικός υπεύθυνος δύο διεθνών θερινών σχολείων για τον ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία και την ελληνική γλώσσα. Επίσης, είναι μέλος της Συγκλήτου, ενώ υπήρξε μέλος του ΕΛΚΕ του Ιονίου Πανεπιστημίου, Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος Προγράμματος Πρακτικής Άσκησης για το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Αναπληρωτής Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος Πρακτικής Άσκησης για το πρώην ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, μέλος του Συμβουλίου του ΚΕ.ΔΙ. ΒΙ. Μ. του Ιονίου Πανεπιστημίου. Υπήρξε επίσης μέλος και πρόεδρος της Επιτροπής Σίτισης του Ιονίου Πανεπιστημίου επί σειρά ετών, καταβάλλοντας άοκνες προσπάθειες για τη βελτίωσή της, ενώ μετείχε σε πολυάριθμες επιτροπές διαγωνισμών που διενέργησε το Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Πρόσφατα (2022) ίδρυσε το πρώτο αγγλόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στις Κλασικές σπουδές το οποίο εγκρίθηκε από το ΕΣΠΑ στο πλαίσιο της διεθνοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων.
Δίδαξε σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (στον προπτυχιακό και τον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών), στο πανεπιστήμιο ELTE της Βουδαπέστης (Faculty of Humanities, Department of Greek Language and Literature), στο Πανεπιστήμιο του Urbino Carlo Bo της Ιταλίας. Διεξήγαγε έρευνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά, στο Βερολίνο (Πανεπιστήμια Freie και Humboldt). Διετέλεσε Visiting Research Fellow στο U.C.L/London University, στο Ινστιτούτο Κλασικών Σπουδών και το Roehampton University του Λονδίνου. Είναι συνεργαζόμενος ερευνητής (Research Associate) στο Centre for Oratory and Rhetoric (C.O.R.) του Royal Holloway, London University.
Υπήρξε μέλος της διεθνούς επιστημονικής ομάδας για το παλίμψηστο του Αρχιμήδη (Λονδίνο 2006). Επίσης, είναι κριτής σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά (Transaction of the American Philological Association, Mediterranean Chronicle). To 2015 εκλέχτηκε επισκέπτης ερευνητής μέλος του Senior Common Room του Κολεγίου Corpus Christi, University of Oxford.
Έχει οργανώσει περισσότερα από 12 διεθνή επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες και πλέον των 40 επιστημονικών άρθρων σε διεθνή και ελληνικά περιοδικά. Είναι εκδότης τεσσάρων συλλογικών τόμων που αφορούν στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία σε διεθνείς εκδοτικούς οίκους (Για τον Όμηρο στον De Gruyter, για τη Φιλία στον Brill, για τον Αγώνα στο Institute of Classical Studies, London, για τον Καιρό στον Cambridge Scholars). Το έργο του μελετάται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (ενδεικτικές οι πλέον των 120 ετεροαναφορών [citations] στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία). Την ερευνητική του εργασία παρουσιάζει σε διεθνή συνέδρια και οργανισμούς (τον Μάιο 2019] στον ΟΗΕ, Νέα Υόρκη.
Σημείο αναφοράς η Λάρισα
«Τα παιδικά μου χρόνια στη Λάρισα ήταν όμορφα. Βέβαια είναι κοινός τόπος τα όμορφα παιδικά χρόνια, εκτός και αν υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες για το αντίθετο. Εγώ τα παιδικά μου χρόνια τα ευχαριστήθηκα. Τα νοσταλγώ. Και βέβαια με τέρπει το γεγονός ότι συνδέομαι στενά όχι μόνον με τον τόπο αλλά και με τους ανθρώπους, παρότι από τα 18 μου χρόνια δε ζω πια μονίμως στη Λάρισα. Διατηρώ φιλίες πολύ ισχυρές, σαν να μην έχω φύγει καθόλου. Επιπλέον εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η αναφορά. Ο τόπος μου είναι σημείο αναφοράς, κι ας φεύγω. Πρέπει να σου πω ότι, όπου πηγαίνω, πηγαίνω με την πρόθεση να μείνω για πάντα. Θέλω όπου ζω να είμαι ενεργό μέλος της κοινωνίας, όχι κάτι περιφερειακό, περιθωριακό ή έστω ουδέτερο. Θέλω να συμμετέχω στην κοινωνία που ζω» υπογραμμίζει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» και προσθέτει:
«Είχα, δόξα τω Θεώ, μια σταθερή πορεία στη ζωή μου παρότι ορισμένα πράγματα δεν βγαίνουν όπως τα θέλεις. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν είμαι ο άνθρωπος του προγράμματος ζωής. Είμαι άνθρωπος που πάει εκεί που τον πάει η καρδιά του. Η καρδιά μου είχε καλό κριτήριο μέχρι στιγμής. Πέρα από κάποια σκαμπανεβάσματα που συνέβησαν στη ζωή, είμαι ικανοποιημένος και από τις δυσκολίες, και από τα προβλήματα και τις ματαιώσεις κάθε είδους. Οι ματαιώσεις είναι, ξέρετε, πολύ διδακτικές».
Του χάραξαν πορεία
Τα πρόσωπα που του χάραξαν την πορεία του ήταν οι γονείς του. «Η πορεία μου χαράχθηκε από την προτροπή των γονιών μου να προχωρήσω στην επιστήμη. Παρότι δεν ευνοήθηκαν οι ίδιοι, κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν με αυτή την προτροπή για τα παιδιά τους, η οποία λειτούργησε πολύ ευεργετικά: έθεσα στόχους. Αλλά και σημαντικοί άνθρωποι εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, λειτούργησαν σαν μέντορες για μένα· θα αναφέρω ενδεικτικά τη σημαντική μορφή του Κωνσταντίνου Αθανασόπουλου, αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι. Ακολούθησα τους δρόμους που μου χάραξαν, πάντα φιλτράροντας τις συμβουλές και προσαρμόζοντάς τες στα όνειρα και τις δυνάμεις μου. Και όλα πήγαν καλά μέχρι τώρα» εξιστορεί στα «ΠΡΟΣΩΠΑ».
«Δεν πήγα έτοιμος στην Αγγλία»
Ειδική αναφορά στη συζήτησή μας θα κάνει στην αγγλική κοινωνία, αλλά και στις σπουδές του στη Βρετανία. «Η πρώτη επαφή με την Αγγλία ήταν η γνωριμία με έναν κόσμο νέο, εντυπωσιακό, άψογο στα μάτια ενός νέου επιστήμονα. Αποκτώντας στη συνέχεια και άλλα συγκριτικά μεγέθη, ερμήνευσα αυτόν τον κόσμο με τα καλά του και με τα αρνητικά του, όμως σίγουρα ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο. Όχι μόνο το Πανεπιστήμιο αλλά και η αγγλική κοινωνία.
Δεν πήγα έτοιμος στην Αγγλία. Τα αγγλικά μου ήταν ενός εφήβου της ελληνικής επαρχίας. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ με τη γλώσσα στην αρχή. Το αντικείμενο ήταν δύσκολο. Δεν ήταν τεχνικό. Από προσωπικό ενδιαφέρον παρακολούθησα εκτός προγράμματος τα μαθήματα σημαντικών ακαδημαϊκών δασκάλων της εποχής, όπως της Pat Easterling (Παλαιογραφία), του Herwig Maeler (Παπυρολογία), της Dame Averil Cameron (Βυζαντινή Ιστορία) και βέβαια αργότερα είχα την ευλογία να εκπονήσω διατριβή με τον μεγάλο ελληνιστή και νυν ακαδημαϊκό, τον καθηγητή Chris Carey. Απέκτησα φιλική σχέση με τους ανθρώπους αυτούς, που είναι μορφές της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας».
Η σχέση με τους φοιτητές
Ο κ. Ευσταθίου θα σταθεί στις σχέση του με τους φοιτητές: «Οι φοιτητές του πανεπιστημίου μας είναι κομμάτι του εαυτού μου. Θεωρώ ότι δεν έχει άλλο νόημα η παρουσία μου στα τεκταινόμενα της πανεπιστημιακής κοινότητας, παρά την προσφορά στους φοιτητές. Εάν πρέπει να διαλέξω το μάθημα ή μία συνέλευση διδασκόντων, από την οποία πιθανόν και να κριθούν πράγματα διοικητικής φύσεως που με αφορούν, διαλέγω το μάθημα. Οι διαδικασίες δεν είναι ο πυρήνας της ακαδημαϊκής ζωής· η σχέση με τους φοιτητές είναι».
Όσο για τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών σημειώνει: “Η γλώσσα θα βρει το δρόμο της. όπως τον έχει βρει σε όλες τις περιόδους της ιστορίας. Δεν μπορεί κανείς να κάνει πρόβλεψη πόσο κινδυνεύει από το διαδίκτυο, που αποτελεί μία νέα και πολύ δυναμική πραγματικότητα. Όμως βλέπουμε ότι η γλώσσα έχει προσαρμοστεί και έχει εκφράσει διαφορετικούς πολιτισμούς με μεγάλη επιτυχία, χωρίς να επαληθεύονται οι κατά καιρούς Κασσάνδρες.
Διδάσκω τα αρχαία ελληνικά όχι μόνον ως γλώσσα. Διδάσκω τον πολιτισμό που η γλώσσα παρουσιάζει σε εμάς. Η σύνδεση της γλώσσας με το περιεχόμενο των κειμένων αποτελεί μια ολοκληρωμένη εικόνα του παρελθόντος που αξίζει να το οικειωθείς, να παραδοθείς σε αυτό. Όπως έλεγε ο Σαββόπουλος, παράδοση δεν είναι αυτό που μας παραδίδεται αλλά αυτό στο οποίο παραδινόμαστε. Για να παραδοθούμε σε κάτι πρέπει να το αγαπήσουμε. Όσο μελετάμε τον πολιτισμό μας, δεν χρειάζεται να φοβόμαστε για την εξέλιξη και τη συνέχεια της γλώσσας.
Δεν έχει σημασία κατά τη γνώμη μου το πότε θα διδαχθούν τα αρχαία ελληνικά, στο γυμνάσιο ή στο λύκειο αλλά το πώς! Τα βιβλία πρέπει να τα γράφουν άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν με παιδαγωγικό κριτήριο και να απευθύνονται σε μαθητές.
Η γοητεία του αρχαίου κόσμου για μένα καθρεφτίζεται στο κεφάλι του αλόγου στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι πέρα από την τελειότητα. Ο κόσμος των μουσείων είναι κόσμος μαγευτικός, εκστατικός. Ένας κόσμος που σε συνεπαίρνει και σε πονά γιατί δεν τον έχουν επισκεφθεί όλα τα παιδιά όλοι οι νέοι. Εκεί θα έπρεπε να γίνεται το μάθημα της ιστορίας, δίπλα στα εκθέματα. Στην Κέρκυρα, εάν ήμουν υπεύθυνος της Εκπαίδευσης, θα «επέβαλα» τη διδασκαλία της ιστορίας και των αρχαίων ελληνικών μέσα στο πολύ ωραίο Διαχρονικό μουσείο της Λάρισας».
«Είναι σημαντικό η Ελλάδα παγκοσμίως να διδάσκει και να προβάλλει τον πολιτισμό της. Αυτός ο πολιτισμός ενέπνευσε την Ευρώπη και την Αμερική. Επειδή δεν συνεχίζει να εμπνέει ακόμη με τον ίδιο τρόπο, έχουμε τα προβλήματα που έχουμε, γιατί έπαψε να είναι ουμανιστική η εκπαίδευση. Έπαψαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο ηγέτες με κλασική παιδεία. Τα σημεία ηθικής και πνευματικής παρακμής που διαπιστώνονται οφείλονται στο ότι η εκπαίδευση γίνεται ολοένα και πιο τεχνολογική» εξηγεί στα «ΠΡΟΣΩΠΑ».
Ο καθηγητής Αθανάσιος Ευσταθίου αφιερωμένος στην εκπαίδευση των νέων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πιστεύει στην αξία της παιδείας, και της μελέτης του παρελθόντος, αρχαιοελληνικού και βυζαντινού. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν μπορεί να προχωρήσει στο ασαφές πολιτισμικό μέλλον της Ευρώπης και του κόσμου εάν δεν οικειωθεί τον πλούτο που ο πολιτισμός της προσφέρει. Δυστυχώς η στείρα μέχρι σήμερα προσέγγιση του παρελθόντος, που αρκέστηκε σε αξιωματικές κρίσεις δεν γονιμοποίησε τη σκέψη και τις πολιτικές επιλογές της σύγχρονης Ελλάδας.
«Οφείλουμε να στηρίζουμε τους πρεσβευτές μας διεθνώς. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν και στηρίζουν την ελληνική γλώσσα και τα κείμενά της πολύ περισσότερο από εμάς. Τι να σας πω για την Ουγγαρία, που τους γνωρίζω και προσωπικά τι αγώνα δίνουν για την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, γιατί, βλέπετε, οι ανθρωπιστικές σπουδές πουθενά «δεν πουλάνε». Όμως το ζήτημα δεν είναι αν κάτι «πουλάει» αλλά αν κάτι αξίζει!» καταλήγει ο κ. Ευσταθίου.