Την Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2022 στις 11 π.μ. θα γίνει η κηδεία του μεγάλου ζωγράφου Γιώργου Λαζόγκα στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.
«Από τη δεκαετία του 1970 ο Γιώργος Λαζόγκας πορεύτηκε δημιουργικά ανάμεσα στις μεταλλάξεις της υλικότητας, της γραμμής και του ίχνους στη ζωγραφική, το σχέδιο, την περφόρμανς και τις εγκαταστάσεις.
Προσηλωμένος στο εγχείρημα της ανασύνθεσης του όλου μέσα από το θραύσμα, με μια βαθιά φιλοσοφική, τρυφερή και ερευνητική ματιά ανέδειξε την υφή της σωματικότητας ως την καθοριστική μονάδα που εσωκλείει το σύμπαν. Τον αποχαιρετούμε με μεγάλη αγάπη και θλίψη. Τα ίχνη των συναντήσεων με την τέχνη του δεν θα τα στερηθούμε όσο υπάρχουν μέσα μας» έγραψε η Λαρισαία Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου κα Συραγώ Τσιάρα, αποχαιρετά το Γιώργο Λαζόγκα.
Ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας απεβίωσε σε ηλικία 77 ετών. Μεγάλος καλλιτέχνης, σπουδαίος δάσκαλος και παράλληλα μια γοητευτική προσωπικότητα, ένας κοσμοπολίτης της τέχνης και της ζωής.
Ο Γιώργος Λαζόγκας είχε πάντα μεγάλη αγάπη για την τέχνη του και μεγάλη ικανότητα να μεταλαμπαδεύει τα μυστικά της ζωγραφικής στους νέους καλλιτέχνες. Ήταν απόλαυση για το κοινό να τον ακούει στην αίθουσα του εργαστηρίου του στην Καλών Τεχνών όταν δίδασκε στους φοιτητές του. Κοινό μυστικό πως στο εργαστήριό του συνέρρεαν φοιτητές και από άλλα εργαστήρια για να τον ακούσουν και να μοιραστούν τις μνήμες του και τα βιώματά του από τα καλλιτεχνικά του ταξίδια.
Ποιος ήταν ο Γιώργος Λαζόγκας
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1945. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1963-1970), αλλά τελικά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική. Το 1970 βραβεύτηκε στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης και το 1972 κέρδισε το 1ο βραβείο στον διαγωνισμό νέων ζωγράφων της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη (1975, Ζήτα-Μι) και, το επόμενο έτος, έφυγε με υποτροφία του γαλλικού κράτους για σπουδές ζωγραφικής στο Παρίσι. Γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Ιόλα και εξοικειώθηκε με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα.
Από πολύ νωρίς ο Γιώργος Λαζόγκας είχε τη συνήθεια να σχεδιάζει σε σελίδες γραφομηχανής. Το σχέδιο ως εργαλείο έρευνας έπαιξε ρόλο στη διατύπωση του συνολικού του έργου. Είναι γι’ αυτόν μια καθημερινή άσκηση που διαμόρφωσε συνολικά την εικαστική του αντίληψη και γραφή. Οι σχεδιαστικές σημειώσεις -με την αμεσότητα που τις χαρακτηρίζει- μετατρέπονται σε ημερολόγιο ζωής.
Η ανάπτυξη του σχεδίου ως γραφής, με εικονιστικό ή ανεικονικό χαρακτήρα, αποτυπώνεται κατ’ αρχήν στη ζωγραφική επιφάνεια, ενώ ταυτόχρονα τείνει να διεισδύσει στον χώρο. Οι επάλληλες τοποθετήσεις σχημάτων, συχνά πάνω σε διαφανείς επιφάνειες, με επικαλύψεις ή διαγραφές, αναδείκνυαν τα φευγαλέα και μεταβλητά ίχνη της εικόνας, σαν παλίμψηστα.
Στην εργασία του Λαζόγκα ακολούθησε η περίοδος των μεγάλων διαστάσεων, κατά την οποία η παρουσία του εικονογραφικού κινήτρου εκδηλώθηκε με ένα είδος ιχνογράφησης του ίδιου του σώματος επάνω σε λευκές επιφάνειες στις οποίες τυπώνονται τα ίχνη του.
Σ’ αυτές τις εργασίες το ίχνος εμφανίζεται να είναι η απουσία μιας παρουσίας, και εκεί επανέρχεται η έννοια του παλίμψηστου μέσω της χειρονακτικής συμπεριφοράς, όχι πια του καλλιτέχνη αλλά του ίδιου του αντικειμένου της εικόνας του, δηλαδή του σώματος. Tο σώμα, επίσης, αυτή τη δεύτερη περίοδο μετά το 1980, επωμίστηκε το ίδιο, ως αντικείμενο, τη διαδικασία του και έγινε αυτάρκης δράση, υλοποιούμενη με τις δικές της πρωτοβουλίες.
Γνωστά έργα της ελληνικής αρχαιότητας ή ζωντανά γυναικεία σώματα δηλώνονται ως ίχνη πάνω σε λευκές υφασμάτινες επιφάνειες, στερεωμένες ή όχι σε πλαίσια. Οι μορφές, αποσπασματικές, εικαστικά επεξεργασμένες, διαμελισμένες, αλλά σχεδόν πάντα αναγνωρίσιμες, δέχονται τις σχεδιαστικές και χρωματικές επεμβάσεις του καλλιτέχνη. Σε κάποιες περιπτώσεις επεκτείνονται στον χώρο και παίρνουν τη μορφή περιβαλλόντων (Δεσμός, Αθήνα, 1983, Επίκεντρο, Πάτρα, 1990).
Την περίοδο της δεκαετίας του ’80 η δουλειά του απλώθηκε ακόμα περισσότερο στον χώρο, παίρνοντας πολλές φορές τη μορφή εικαστικής εγκατάστασης, με χρήση διαφόρων μέσων (τυπώματα, φωτογραφία, βίντεο, σχέδιο, ζωγραφική κ.ά.), ανάλογα με τις εκάστοτε εκφραστικές του ανάγκες.
Τα ίχνη-αποτυπώματα ανθρώπινων σωμάτων πάνω σε μεγάλες υφασμάτινες επιφάνειες αποτέλεσαν το νέο εικονιστικό και νοηματικό σημείο αναφοράς των έργων του. Τα σχόλια που διατυπώνονται με αυτόν τον τρόπο αφορούν την τέχνη ως σωματική διαδικασία και, ταυτόχρονα, ως ερμηνευτική προσέγγιση των πραγμάτων. Οι αναφορές σε έργα της αρχαιότητας υποδηλώνουν τον διαχρονικό χαρακτήρα των προβληματισμών του.
Το 1981, με τη θεωρητικό Σάνια Παπά και τον ποιητή Ανδρέα Παγουλάτο, πραγματοποιούν στο υπόγειο του Beaubourg τη δράση «Κορμί – Κείμενο».
Από το 1992 μέχρι το 1997 επαναδιατυπώνει το Παλίμψηστο στην ενότητα Θραύσματα, προβάλλοντας το θεώρημα του τέλους της συνολικής εικόνας και αναδεικνύοντας το θραύσμα, το ίχνος, το ελάχιστο ως το μέρος που αποτυπώνει το όλον.
Από το 1975 έως το 1999 δίδασκε Ζωγραφική στην Αρχιτεκτονική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2008 εξελέγη καθηγητής Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις, κυρίως στην Ελλάδα, και έχει συμμετάσχει σε δεκάδες ομαδικές, στην Ελλάδα, σε ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες και στις Η.Π.Α. Βραβεύτηκε σε διαγωνισμό ξένων ζωγράφων υποτρόφων του γαλλικού κράτους (1977), συμμετείχε στο Salon Comparaisons (Παρίσι 1978), στην Biennale des Jeunes (Παρίσι 1980), στα Ευρωπάλια (1982, όπου τιμήθηκε με το Prix Europe στην Οστάνδη, Βέλγιο), στην Μπιενάλε του Sao Paulo (1983), στο Salon de Μontrouge (Παρίσι 1996) και στις εκδηλώσεις για τη Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (1997).
Το 2006 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση των σχεδίων του στο Μουσείο Μπενάκη και στο Μ.Μ.Σ.Τ. και εκδόθηκε λεύκωμα με κείμενα των Ν. Βαλαωρίτη, Τ. Πατρίκιου κ.ά. Το 2008 δημιούργησε μια μόνιμη εικαστική εγκατάσταση για τον σταθμό «Ελαιώνας» του μετρό της Αθήνας.
Η τελευταία του έκθεση
Με τίτλο «Το χθες είναι τώρα. Γιώργος Λαζόγκας: Μύθοι και Αρχαιότητα» και θα διαρκέσει μέχρις τις 20 Αυγούστου 2022, όπου έργα του συνδιαλέγονται με τεχνουργήματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, από την προϊστορική, αρχαϊκή και κλασική περίοδο.
Στην έκθεση, 30 έργα, 28 σχέδια και σε 2 προθήκες 21 σχέδια και 2 βιβλία του Γιώργου Λαζόγκα «συνοδοιπορούν» με 23 ειδικά επιλεγμένες αρχαίες καλλιτεχνικές δημιουργίες από τις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η έκθεση υπομνηματίζει στο ευρύ κοινό την πολυποίκιλη ενασχόληση του Λαζόγκα με το παρελθόν και τον νοητό διάλογο που δημιουργείται ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Ο καλλιτέχνης ανασύρει στα έργα του ιστορικά και μυθολογικά σπαράγματα δημιουργώντας νέες οπτικές και εννοιολογικές αφηγήσεις.
Οι εκάστοτε αναφορές μεταμορφώνονται σε αινιγματικές αλληγορίες του παρόντος, σε οπτικές ιστορίες που ξετυλίγονται «εν κρυπτώ», κινητοποιώντας τη φαντασία. Η έκθεση χωρίζεται σε τρεις ενότητες, «αποδράσεις στη Μεσόγειο», «θραύσματα μνήμης» και «μεταμορφώσεις εικόνων. Αποτελούν παλίμψηστα του χρόνου, έννοια που καθιέρωσε ο Λαζόγκας στην ορολογία της εγχώριας ιστορίας της τέχνης τη δεκαετία του ’70 περιγράφοντας τις στρωματογραφίες μιας εικόνας, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
«Αυτό που χαρακτηρίζει τον Λαζόγκα είναι ότι εμμένει στο εικαστικό ιδίωμα της γραφής και στην αναζήτηση ενός σχεδίου που αποσυντίθεται και ανασυντίθεται. Έτσι, κατορθώνει να απομονώνει με έναν τελετουργικό τρόπο (σχεδίαση σε καρμπόν με ίχνη στα τυφλά) τον κεντρικό γενεσιουργικό πυρήνα του σχεδίου.
Πάντα πίστευε ότι η ζωγραφική, όπως την εννοούμε ακόμα και έπειτα από ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο πολλαπλών πειραματισμών, φτάνει σε ένα εκφραστικό αδιέξοδο κινδυνεύοντας να εξαντληθεί, πολλές φορές εξαιτίας των τεχνικών προδιαγραφών της.
Το σχέδιο, αντίθετα, η πιο αρχαϊκή και πηγαία μορφή της ζωγραφικής, είναι γι’ αυτόν ένας τρόπος για να επαναδιαπραγματευθεί την εικόνα απεγκλωβίζοντάς την από τα όριά της. Ψηλαφίζει, ανασύρει εικόνες μέσα από το σκοτάδι, στα τυφλά, μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του καρμπόν.
«Σειρήνες» στην Πινακοθήκη Λάρισας
Η άποψη της «Τυφλής Ζωγραφικής» αναδίνει εικόνες κατ’ ευθείαν από το υποσυνείδητο, χωρίς την αισθητική παρέμβαση και τους κανόνες της οπτικής θεώρησης του έργου τη στιγμή της παραγωγής του.
Η μαύρη επιφάνεια παρεμβάλλεται ανάμεσα στο έργο και στον ζωγράφο.
Σαν να θέλει να υπηρετήσει περισσότερο την Ιδέα, παρά το παραμορφωμένο είδωλό της, έτσι όπως εκείνο θα προέκυπτε από την κριτική της οπτικής επαφής μαζί του. Περισσότερο αγγίζει παρά ζωγραφίζει το σώμα των έργων του» γράφει ο Ευθύμης Λαζόγκας στον κατάλογο της έκθεσης του Γιώργου Λαζόγκα «Σειρήνες», Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα. Λάρισα, 2009.