«Καιρός πλέον για περισυλλογή και σκέψη σε μία προσπάθεια να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητές μας, να δείξουμε την αλληλεγγύη μας και να στηρίξουμε τον διπλανό μας με κάθε τρόπο»
Ένα πρωινό με έναν καφέ και ατέλειωτες κουβέντες, του ζήτησα μια συνέντευξη για να γνωρίσουν όσοι δεν ξέρουν, πώς ένα παιδί από την Ελασσόνα, έγινε ο μουσικός της καρδιάς αμέτρητων φίλων και έκανε μια ολόκληρη πόλη, ακόμη και κάτω από βροχή, να χορεύει με χάλκινα και με νταούλια. Δέχτηκε. Φανταζόμουν τη συζήτηση στην αυλή του Νικόδημου, με ένα πούρο ο Μιχάλης, ένα τσιγάρο εγώ και ένα κανάτι με κρασί, αλλά η «καραντίνα β»’ δεν μας το επέτρεψε και τα είπαμε ηλεκτρονικά. Τον ρώτησα, «από πού και γιατί και πώς και τώρα τι και τι άλλο;», μου απάντησε σαν χείμαρρος, πώς αλλιώς αφού αυτό είναι το γνώρισμα του Μιχάλη Μαντέλα.
«Μεγάλωσα μέχρι τα 15 μου στην Ελασσόνα, σε μία γειτονιά όπου κυριαρχούσαν οι Σαμαριναίοι και Λιβαδιώτες Βλάχοι. Άνθρωποι πολυπράγμονες και εξωστρεφείς τραγουδούσαν τις χαρές και τις λύπες τους και ρουφούσαν τις χαρές της ζωής γλεντώντας, χορεύοντας και κάνοντας καντάδες στους δρόμους της μικρής πολιτείας. Μιας πολιτείας που είχε από τα τέλη του 19ου αιώνα ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό εξαιρετικών χορευτών, μουσικών και τραγουδιστών.
Από την πλευρά της μητέρας μου είχα οικογενειακή παράδοση γενεών στην ενασχόληση με την μουσική. Ξεκίνησα από την Φιλαρμονική της πόλης με τον αείμνηστο Γιάννη Τσανακά μαθαίνοντας πνευστά, ενώ η γιαγιά μου με δίδαξε βιολί και μαντολίνο. Συνέχισα στην Λάρισα μαθαίνοντας παράλληλα τα υπόλοιπα έγχορδα της σύγχρονης ορχήστρας μόνος μου. Τα φοιτητικά μου χρόνια στην Θεσσαλονίκη συνέπεσαν με την αναβίωση του ρεμπέτικου και την άνθιση του νέου ελληνικού τραγουδιού. Πέρασα από πολλά φοιτητικά στέκι πριν καταλήξω στα «Δέκα βήματα στην άμμο», το μυθικό μαγαζί της Φλέμιγκ όπου επί τέσσερα χρόνια παρουσιάζαμε όλον τον πλούτο της ελληνικής μουσικής σε ένα κοινό που δίψαγε να ακούσει μελοποιημένη ποίηση, να τραγουδήσει μαζί μας ρεμπέτικα και λαϊκά, να γλεντήσει χορεύοντας πάνω στα τραπέζια. Αξέχαστα χρόνια…
Έφυγα στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές παίρνοντας μαζί μου το μπουζούκι, το κλαρίνο και μία βαλιτσούλα με ρούχα. Εκεί γνώρισα την παραδοσιακή jazz και επιχείρησα να την καταλάβω και να εξελιχτώ σαν μουσικός πνευστών. Στις ατέλειωτες ώρες μελέτης ήταν η καταφυγή και η διέξοδος που με αποφόρτιζε με τον καλύτερο τρόπο. Ταυτόχρονα κρατούσα ζωντανές τις παρέες μας παίζοντας την μουσική της πατρίδας μας με την κάθε ευκαιρία εντός και εκτός των χώρων του Πανεπιστημίου.
Η επιστροφή στην πατρίδα συνέπεσε με την περίοδο των παχιών αγελάδων στην ανάπτυξη της χώρας. Ξεκίνησα να διδάσκω στο ΤΕΙ χτίζοντας παράλληλα την εταιρεία μας με εξειδίκευση στις εξελιγμένες ενεργειακές εφαρμογές σε θέρμανση και κλιματισμό. Τελειώνοντας την καθημερινή εργασία ένοιωθα την ανάγκη να ξεδώσω με την μουσική και έτσι έφερα τα πρώτα μουσικά όργανα στον επαγγελματικό μου χώρο. Το κλείσιμο μίας κουραστικής ημέρας με μουσική έγινε πλέον ρουτίνα και τα όργανα στον χώρο μου ξεπέρασαν τα τριάντα. Ταυτόχρονα έπαιζα σαν guest σε διάφορες μουσικές σκηνές έχοντας συνειδητά ρόλο «ερασιτέχνη», όντας ουσιαστικά αιώνιος εραστής της τέχνης.
Η έρευνα πάνω στην μουσική παράδοση όχι μόνον της πατρίδας μας αλλά και των γειτονικών λαών με έφερε στα κοντινά Βαλκάνια. Ζήλεψα την εξωστρέφεια των μουσικών τους, την απίστευτη ευχέρεια να στήνουν ένα γλέντι δημόσια από το τίποτα, την δυνατότητα να κοροϊδεύουν τις δυσκολίες τους με τις νότες και να φθάνουν σε μία μοναδική σχέση ζωής με το ακροατήριο. Έπαιξα σαν απλός street musician με μπάντες στα Σκόπια, στο Βελιγράδι, στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στην Καλαβρία και στην Βαυαρία… με μάγευε η επαφή με τον κόσμο που παρακολουθούσε τους μουσικούς, που χόρευε και ανέπνεε μαζί τους. Η μουσική, η κορυφαία διεθνής γλώσσα γκρέμιζε σύνορα, άμβλυνε διαφορές και ένωνε τον κόσμο με τρόπο μοναδικό.
Τα χρόνια κύλησαν και η επιχειρηματική και επιστημονική καταξίωση συνοδεύτηκαν από μία εξ ίσου ανάλογη στον καλλιτεχνικό χώρο με συμμετοχές σε ηχογραφήσεις studio, τηλεόραση και ταξίδια για συναυλίες στο εξωτερικό. Μέσα μου όμως ήμουν και παραμένω street musician, μουσικός του δρόμου. Όταν ο φίλος μου Αντιδήμαρχος Γιώργος Σούλτης μου πρότεινε να οργανώσω ένα παραδοσιακό γλέντι για την Τσικνοπέμπτη σκέφτηκα τα χάλκινα πνευστά στην Πλατεία και στους πεζοδρόμους, υλοποιώντας τα βιώματά μου από την πατρίδα μου Ελασσόνα και τις αντίστοιχες εκδηλώσεις των απανταχού Σαμαριναίων. Με την οργανωτική βοήθεια του φίλου Περικλή Καμάρη στήθηκε το γλέντι της Τσικνοπέμπτης, το οποίο αγκάλιασαν από την πρώτη στιγμή οι συμπολίτες μας καθώς και πλήθος φίλων από τις γειτονικές πόλεις της Θεσσαλίας. Για άλλη μια φορά η Λάρισα έδειξε τον δρόμο με πολιτιστικές εκδηλώσεις που αγγίζουν τον Έλληνα με τρόπο ουσιαστικό γιατί βγαίνουν από την παράδοσή του.
«Σήμερα τα πρώτα ελπιδοφόρα μηνύματα δείχνουν ότι θα νικήσουμε την πανδημία. Θα απαιτηθεί χρόνος και προσπάθεια αλλά σίγουρα θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε πάλι την ευκαιρία να τραγουδήσουμε μαζί, να χορέψουμε, να αγκαλιαστούμε και να ξαναγίνουμε πάλι αυτός ο μοναδικός λαός του κόσμου που την ώρα που γλεντάει αγγίζει τον Θεό»
Η πανδημία του κορωνοϊού μας βρίσκει σήμερα σε κατ’ οίκον εγκλεισμό. Πέραν της οικονομικής ζημίας στην αγορά, η μουντάδα και ο ζόφος των ημερών κυριαρχεί πλέον στην καθημερινότητά μας καθώς δίπλα μας φίλοι και συγγενείς δοκιμάζονται σκληρά. Καιρός πλέον για περισυλλογή και σκέψη σε μία προσπάθεια να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητές μας, να δείξουμε την αλληλεγγύη μας και να στηρίξουμε τον διπλανό μας με κάθε τρόπο.
Σήμερα τα πρώτα ελπιδοφόρα μηνύματα δείχνουν ότι θα νικήσουμε την πανδημία. Θα απαιτηθεί χρόνος και προσπάθεια αλλά σίγουρα θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε πάλι την ευκαιρία να τραγουδήσουμε μαζί, να χορέψουμε, να αγκαλιαστούμε και να ξαναγίνουμε πάλι αυτός ο μοναδικός λαός του κόσμου που την ώρα που γλεντάει αγγίζει τον Θεό. Τότε, ξανά θα βγούμε στους δρόμους μουσικοί και ακροατές, θα χαρούμε τους συναυλιακούς μας χώρους, θα απολαύσουμε τα θέατρά μας και θα ξαναφτιάξουμε όλα αυτά που μας διακρίνουν σαν λαό ξεχωριστό.
Υπομονή και κουράγιο και θα ξαναπάρουμε τις ζωές μας πίσω!»
*Στην υπογράφουσα ανήκει μόνο η μεταφορά.
Στέλλα Μπάσδρα