Ο Γεώργιος Ι. Κατσίγρας γεννήθηκε στη Νέα Φιλιππούπολη Λάρισας στις 20 Φεβρουαρίου του 1914, πόλη που ίδρυσε ο πατέρας του με αρκετούς Φιλιπποπουλίτες που είχαν εκδιωχθεί από την Ανατολική Ρωμυλία. ΄Ήταν γιός του Ιωάννη Κατσίγρα, γεωπόνου, και της Ελένης Καραμπίλια, από τη Λάρισα.
Ο Ιωάννης Κατσίγρας σπούδασε γεωπόνος στη Βουλγαρία και εξειδικεύτηκε στην ανθοκομική στη Βουλγαρία και στο Βέλγιο. Στη Βουλγαρία σχεδίασε πάρκα και κήπους, δημόσιους και βασιλικούς. Το 1902 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, την πρώτη πόλη της ελεύθερης τότε Ελλάδας, όπου δίδαξε στην περίφημη Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Δημιούργησε τους σημαντικότερους πνεύμονες πρασίνου, φυτεύοντας δέντρα στο Αλκαζάρ, στις όχθες του Πηνειού και στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, που έγιναν σημεία αναφοράς της Λάρισας, τόποι περιπάτου και αναψυχής.
Ο Γεώργιος Ι. Κατσίγρας σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της χειρουργικής. Άρχισε την ειδίκευσή του στη χειρουργική το 1947 στο Θεραπευτήριο Ευαγγελισμός κοντά στο Νικόλαο Σπαρούνη – Τρίκορφο και στη συνέχεια στο Γερουλάνειο Ίδρυμα – Κλινική Σμπαρούνη.
Υπηρέτησε ως πολίτης ιατρός στο 404 στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας από το 1938 ως το 1939. Tο 1940 στρατεύτηκε και υπηρέτησε στο ίδιο νοσοκομείο και στη συνέχεια, μετά το σεισμό και τη μεταφορά των τραυματιών, στην Αιδηψό μέχρι το 1941.
Στις αρχές του 1942 συλλαμβάνεται με την κατηγορία συμμετοχής στις αντιστασιακές οργανώσεις και τη διακίνηση αντιστασιακού τύπου στη Θεσσαλία. Κρατήθηκε τρεις μήνες στις φυλακές της Λάρισας (πυριδιταποθήκη) και κατόπιν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Καταδικάστηκε από το Ιταλικό Στρατοδικείο σε δύο χρόνια φυλάκιση. Αποφυλακίστηκε στις αρχές του 1943 σε μια ομαδική απονομή χάριτος. Επιστρατεύτηκε ξανά στον Εμφύλιο του 1947 και τοποθετήθηκε στο 211 κλιμάκιο Χειρουργείου στο Ελευθεροχώρι Ελασσόνας. Εκεί πρόσφερε τις υπηρεσίες του όχι μόνο στους στρατιώτες αλλά και στους ασθενείς των γύρω περιοχών. Το 1948-49 μετατέθηκε στην 221η Χειρουργική Μονάδα Εκστρατείας με έδρα την Καστοριά, όπου νοσήλευσε περίπου 18.000 τραυματίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την εκπαίδευση προσωπικού του χειρουργείου και των τραυματιοφορέων των μονάδων. Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων μετατέθηκε στη 251η Χειρουργική Μονάδα Εκστρατείας στο συγκρότημα Νεστορίου – Γλυκονερίου στα σύνορα και προτάθηκε για την απονομή του «μεταλλίου εξαίρετων πράξεων» από το διοικητή και τον επιτελάρχη της 1ης Μεραρχίας.
Το 1946 παντρεύτηκε τη συνεργάτιδα και βοηθό του, διπλωματούχο αδελφή νοσοκόμα της Σχολής του Ευαγγελισμού και διευθύνουσα της Β΄ Χειρουργικής Κλινικής του Ευαγγελισμού και της Κλινικής Σμπαρούνη, Καίτη Καζαντζή.
Γεννημένη στη Γερμανία το 1914, κόρη του καθηγητή Πανεπιστημίου Κωνσταντίνου Καζαντζή από τα Ιωάννινα και της Γερμανίδας Anna – MariaTrachte, η Καίτη Κατσίγρα ήταν άνθρωπος εξαιρετικά καλλιεργημένος. Όταν ήταν στον Ευαγγελισμό, είχε πάρει υποτροφία από τον Ερυθρό Σταυρό για μετεκπαίδευση στη Φιλανδία όπου ενημερώθηκε για τις νέες μεθόδους νοσηλείας και πρόνοιας. Να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή το να επιλεγεί κάποιος για υποτροφία ήταν πάρα πολύ δύσκολο και σπάνιο. Στήριξε ηθικά και διοικητικά και τις δύο πρώτες κλινικές που νοίκιασε ο Γ. Ι. Κατσίγρας, όταν εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα, και αργότερα στην κλινική Κατσίγρα. Απέκτησαν τρεις κόρες, την Ελένη Κατσίγρα δημοσιογράφο, την Άννα Τσιάνου και την Ειρήνη Κατσίγρα, δημοτική σύμβουλο Λάρισας και ισόβια Γενική Γραμματέα του Διοικητικού Συμβουλίου της Πινακοθήκης, βάσει των όρων της διαθήκης του δωρητή.
Με τη λήξη των επιχειρήσεων, ο Γ. Ι. Κατσίγρας επέστρεψε στην Αθήνα και τον Αύγουστο του 1949 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου άρχισε να χειρουργεί στην Κλινική Τριπουλά, στην οποία έμεινε για ένα χρόνο. Σύντομα αποδείχτηκαν οι ικανότητες του νέου γιατρού και έγινε αποδεκτός από ολόκληρο τον ιατρικό κόσμο της περιοχής, ο οποίος συνεργάστηκε στενά μαζί του.
Τότε ίδρυσε τη δική του κλινική, την οποία αργότερα επέκτεινε κτιριακά, και το 1954 αγόρασε οικόπεδο στην οδό Παπακυριαζή 22 και άρχισε να κτίζει την καινούργια κλινική σε σχέδια του αρχιτέκτονα μηχανικού Ανδρέα Κριεζή. Έτσι δημιουργήθηκε η κλινική Γ. Ι. Κατσίγρα, μία από τις μεγαλύτερες και πιο άρτια εξοπλισμένες της εποχής στα Βαλκάνια, που εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο του 1955. Σήμερα στο κτίριο της κλινικής στεγάζεται η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Γ. Ι. Κατσίγρας αγόρασε για το γραφείο του στη νέα κλινική από τον παλαιοπώλη Στάθη Κυρλόγλου, φίλο του και προμηθευτή πολλών έργων ζωγραφικής, τα έπιπλα του γραφείου του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν. Τα έπιπλα αυτά, σχεδιασμένα από τον Ερνέστο Τσίλλερ και κατασκευασμένα στη Βιέννη το 1880, έχουν χαρακτηριστεί από το Υπουργείο πολιτισμού αντικείμενα πολιτιστικής κληρονομιάς.
H φήμη του Γ. Ι. Κατσίγρα ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Τον προτιμούσαν για τη θεραπεία τους Έλληνες μετανάστες εγκατεστημένοι στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αμερική, την Αυστραλία και τη Νότιο Αφρική. Χειρούργησε περισσότερους από 50.000 ασθενείς. Μεγάλος αριθμός από αυτούς νοσηλεύτηκε και χειρουργήθηκε δωρεάν.
Η δημιουργική πορεία του Γ. Ι. Κατσίγρα σημάδεψε την ιστορία της Λάρισας το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και είναι σίγουρο ότι το έργο και η προσφορά του θα παραμείνουν στη μνήμη, όσων είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Διαδραμάτιζε το ρόλο του ως γιατρός και ως πολίτης με αυτοκυριαρχία και αίσθημα ευθύνης. Ως γιατρός προκαλούσε το θαυμασμό, ως άνθρωπος δέος και ως φιλότεχνος σεβασμό. Πρόσκοπος, ορειβάτης, αθλητής, βραβεύτηκε ως φοιτητής της ιατρικής με το δεύτερο μετάλλιο στον ακοντισμό κατά τους αγώνες του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου το 1937.
Φύση καλλιτεχνική – αν δεν γινόταν γιατρός θα γινόταν ζωγράφος -, από το 1950 ως το 1965 περίπου, συλλέγει πίνακες ζωγραφικής, χαρακτικά και σχέδια Ελλήνων ζωγράφων του 19ου και του 20ου αιώνα. Στη Συλλογή Γ. Ι. Κατσίγρα διακρίνονται ξεκάθαρα οι προτιμήσεις του συλλέκτη για έργα που απεικονίζουν το ελληνικό ορεινό και πεδινό τοπίο της περιόδου 1920 – 50, ενώ η συγκέντρωση σημαντικών έργων καλλιτεχνών, όπως ο Κων/νος Μαλέας, ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο Πολύκλειτος Ρέγκος, υπογραμμίζουν το διαμορφωμένο αισθητικό του κριτήριο. Αν θεωρήσουμε τη συλλογή προέκταση της προσωπικότητας του συλλέκτη, τρόπο θεώρησης του κόσμου και οργάνωσης της σχέσης του με αυτόν, τότε η συνέπεια, η συνοχή και ο αμιγής χαρακτήρας της συγκεκριμένης συλλογής αντικατοπτρίζουν την παιδεία, τη διορατικότητα και τα σαφή όρια της αισθητικής του Γ. Ι. Κατσίγρα.
Άλλωστε είχε ο ίδιος την επιμέλεια της αγοράς των έργων με συνεχή ταξίδια στην Αθήνα αποκλειστικά για το σκοπό αυτό, με επισκέψεις σε ατομικές εκθέσεις των ζωγράφων και σε Πανελλήνιες Εκθέσεις που οργανώνονταν ανά διετία στο Ζάππειο, ενώ, η προσωπική του επαφή με συγκεκριμένους εμπόρους συνεργάτες ( Στάθης Κυργόγλου, Φώτης Μαλέας) ή η προσωπική επαφή – φιλία με καλλιτέχνες (Πολύκλειτος Ρέγκος, Βασίλης Ιθακήσιος, Δημήτρης Γαλάνης, Σπύρος Βασιλείου, Αντώνης Κανάς, Α. Τάσσος, Κώστας Μαλάμος, Δημήτρης Γιολδάσης) ήταν καθοριστικές. Σήμερα, η συλλογή του συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες της χώρας, κυρίως για την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Το 1981, με επιστολή προς το Δήμαρχο Λάρισας Αριστείδη Λαμπρούλη, ο Γεώργιος και Καίτη Κατσίγρα αποφάσισαν να δωρίσουν στο Δήμο Λάρισας την πολύτιμη συλλογή 781 έργων ζωγραφικής, χαρακτικών και σχεδίων, με τον όρο να δημιουργηθεί κτήριο και νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα».
Το 1983 ο Γ. Κατσίγρας βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο της τάξεως των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών, το 1984 ο Δήμος Λάρισας του απένειμε το χρυσό μετάλλιο της πόλης της Λάρισας, το 1987 η ΑΝΚΕΛ του απένειμε το βραβείο ΑΝΚΕΛ 1986 για την «επιστημονική του καταξίωση και προσφορά η οποία έχει ξεπεράσει τα όρια του νομού», το 1994 ο Ροταριανός Όμιλος Θεσσαλονίκης του απένειμε « βραβείο ευποιίας μετά χρυσού μεταλλίου» το 1997, με την ανακοίνωση της δωρεάς της ιατρικής του βιβλιοθήκης, ο Ιατρικός Σύλλογος Λάρισας του απένειμε το χρυσό νυστέρι και το 1998 τιμήθηκε με μετάλλιο από την Κοινότητα Ζαππείου «για το ογκώδες πρωτοποριακό και επιστημονικό του έργο το οποίο κατέλειπε ως χειρούργος και για το οποίο καταξιώθηκε στο πανελλήνιο, από την πλούσια πολιτισμική του προσφορά στη Λάρισα, κορυφή της οποίας αποτελεί η δωρεά της Συλλογής».
Αντιμετώπισε το πρόβλημα υγείας του με ψυχραιμία και γενναιότητα. Έμεινε μέχρι τέλος της ζωής γιατρός χωρίς να πάρει σύνταξη, δεχόμενος στο ιατρείο του παλαιούς πελάτες, γνωστούς, συγγενείς και φίλους.
Πέθανε στη Λάρισα στις 17 Μαρτίου του 1998.
Εκτός από τη δωρεά της συλλογής έργων τέχνης, κληροδότησε στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ. Ι .Κατσίγρα τα έπιπλα του Ερρίκου Σλήμαν – τα οποία εκτίθενται επίσης στη Δημοτική Πινακοθήκη – και στη Δημοτική Πινακοθήκη επίσης 1.250 βιβλία τέχνης. Δώρισε επίσης 4.500 βιβλία λογοτεχνίας και ποίησης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Λάρισας. Όροι της διαθήκης του ήταν ο Πρόεδρος της Πινακοθήκης να είναι ο εκάστοτε Δήμαρχος, ισόβια Γενική Γραμματέας η κόρη του Ειρήνη Κατσίγρα και στο Διοικητικό συμβούλιο να μετέχει ένα μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου και ένα μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου.
Ήταν ένας μεγάλος γιατρός, ακόμα πολλοί αφηγούνται πως τους χειρούργησε ο Κατσίγρας. Ο γιατρός που λάτρεψε την τέχνη και την πόλη του τη Λάρισα, στην οποία δώρισε την σπουδαία συλλογή του, η οποία συμπληρώνει τη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης.