Το ερευνητικό έργο του είναι πλούσιο, αφορά κατά κύριο λόγο στην υγιεινή και επιδημιολογία, στην πρόληψη των λοιμωδών νοσημάτων και στην επιδημιολογική επιτήρηση και διερεύνηση επιδημιών
Tου Γιάννη Ανδρεάκη
Ο Χρήστος Χατζηχριστοδούλου αποτελεί αναμφίβολα επιστημονική αξία αναγνωρισμένου κύρους και προσφοράς όχι μόνο στην περιοχή της Θεσσαλίας αλλά και ολόκληρης της χώρας με διεθνή εμβέλεια. Είναι ο γιατρός που έβαλε τις βάσεις σε τοπικό επίπεδο για την οργανωμένη μελέτη και ανάλυση της Επιδημιολογίας πολύ πριν ο κορωνοϊός εισβάλει στη ζωή μας με τα καταλυτικά αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα.
Πάντα προσηνής έχει αναδειχθεί ως μία από τις ψύχραιμες φωνές που τοποθετείται δημόσια με θέσεις και επιχειρήματα, χωρίς να στοχεύει στον εύκολο – και ενίοτε γοητευτικό – εντυπωσιασμό που ελάχιστα μπορεί να προσφέρει στους πολίτες οι οποίοι πλήττονται με σφοδρότητα από την υγειονομική κρίση.
Παράλληλα, ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας άνοιξε ορίζοντες σε ότι αφορά τον έγκαιρο εντοπισμό του ιού σε διάφορα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας, ώστε στη συνέχεια να είναι εφικτή η κατά το δυνατόν καλύτερη αντιμετώπιση.
Όμως, σ’ αυτό το σημείο, ας προσεγγίσουμε τα βήματα της λαμπρής επιστημονικής πορείας του…
Ο Χρήστος Χατζηχριστοδούλου είναι ιατρός Παιδίατρος. Έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1987, τον τίτλο ειδικότητας Παιδιατρικής το 1993 και από το 1996 έως το 1997 μετεκπαιδεύτηκε στην Παρεμβατική Επιδημιολογία στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης για την Παρεμβατική Επιδημιολογία, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος EPIET, στη Μεγάλη Βρετανία.
Το 2003 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής Επιδημιολογίας, το 2008 Αναπληρωτής Καθηγητής και το 2013 εξελέγη Καθηγητής στο Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου υπηρετεί έως σήμερα.
Οργάνωσε το Εργαστήριο Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας στο οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά ήταν το μοναδικό μέλος και στο οποίο από το 2013 υπάρχει Τμήμα Μοριακής Επιδημιολογίας και σήμερα είναι συνεργαζόμενο κέντρο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για θέματα του Διεθνή Υγειονομικού Κανονισμού (ΔΥΚ). Από το 2006 είναι Διευθυντής του Εργαστηρίου και από τον Νοέμβριο του 2008 Επιστημονικός Υπεύθυνος του Περιφερειακού Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας (ΠΕΔΥ) Θεσσαλίας. Έχει οργανώσει και είναι Διευθυντής και Πρόεδρος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών με τίτλο «Εφαρμοσμένη Δημόσια Υγεία και Περιβαλλοντική Υγιεινή». Κατά τη διετία 2011-2013 διετέλεσε Εκλεγμένος Διευθυντής του Κλινικοεργαστηριακού Τομέα και κατά τα έτη 2017-2020 Εκλεγμένος Αναπληρωτής Πρόεδρος του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Επιδημιολογικής Παρακολούθησης και Παρέμβασης από το 1997 έως το 2000 και σύμβουλος σε θέματα Επιδημιολογικής Επιτήρησης του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) από το 2011 μέχρι το 2015.
Κατά την τριετία 2001-2004 υπήρξε επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος υγειονομικής επιτήρησης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Είναι Πρόεδρος και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Δημόσιας Υγείας και Περιβαλλοντικής Υγιεινής, του Φόρουμ Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής και του Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Σωματείου για την υγεία και την υγιεινή στις θαλάσσιες μεταφορές.
Από την αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού είναι μέλος της ομάδας εργασίας των εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας για τον COVID-19.
Σε διεθνές επίπεδο έχει προσκληθεί ως εμπειρογνώμονας να συμμετάσχει σε συναντήσεις του ΠΟΥ, του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Προστασίας του Καταναλωτή (DG SANCO) για θέματα ΔΥΚ και πρόληψης νοσημάτων που σχετίζονται με τις θαλάσσιες μεταφορές. Επίσης ήταν κεντρικός ομιλητής (key note speaker) σε συναντήσεις εμπειρογνωμόνων του ΠΟΥ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Δεκέμβριο του 2011 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τον συμπεριέλαβε στην ομάδα των ειδικών σε θέματα Διεθνούς Υγειονομικού Κανονισμού.
Το ερευνητικό έργο του κ. Χατζηχριστοδούλου είναι πλούσιο, αφορά κατά κύριο λόγο στην υγιεινή και επιδημιολογία, στην πρόληψη των λοιμωδών νοσημάτων και στην επιδημιολογική επιτήρηση και διερεύνηση επιδημιών.
Από το 1998 έως σήμερα συμμετείχε σε πολυάριθμα ερευνητικά προγράμματα, ελληνικά και διεθνή, ιδιαίτερα σημαντικά τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Ευρώπη. Το ερευνητικό του έργο εκφράζεται με πάνω από 220 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά με κριτές, με ανακοινώσεις σε συνέδρια ελληνικά και διεθνή και με τη συγγραφή άρθρων σε βιβλία ή εγχειρίδια.