Ο Λαρισαίος δημιουργός, αφού σκηνοθέτησε έργο της Λούλας Αναγνωστάκη στο Εθνικό Θέατρο, ετοιμάζεται για τα γυρίσματα της νέας του ταινίας
Του Μενέλαου Κατσαμπέλα
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς, που γεννήθηκε στη Λάρισα το 1977, σπούδασε εικαστικά, πριν μεταπηδήσει στη σκηνοθεσία και αφοσιωθεί στη δημιουργία ταινιών που τον ανέδειξαν με την προβολή και βράβευσή τους στα σημαντικότερα και επιδραστικότερα φεστιβάλ ανά την υφήλιο.
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2008, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας μεγάλου μήκους για την πρώτη του ταινία με τίτλο «Without», καθώς και πέντε ακόμη βραβεία, ανάμεσά τους κι αυτό του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
Πέντε χρόνια μετά, συμμετείχε με την επόμενη ταινία του «Miss Violence» στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, αποσπώντας τον Αργυρό Λέοντα – Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Η ταινία, στην οποία ο Αβρανάς υπήρξε επίσης συν – σεναριογράφος και συμπαραγωγός, είναι μια ιδιοφυής αλληγορία της ελληνικής κοινωνίας, μέσα από την ιστορία μιας δυσλειτουργικής οικογένειας.
Μεταξύ των πολλαπλών βραβείων που κέρδισε αυτή η ταινία ήταν και το Fedeora, που η Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου της Ευρώπης και της Μεσογείου απονέμει για την καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία.
Στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος Αβρανάς σκηνοθέτησε τον Τζιμ Κάρει και τη Σαρλότ Γκενσμπούργκ στο σκοτεινό «Dark Crimes», μια δύσκολη συνολικά εμπειρία, από την οποία κρατάει τις καλύτερες αναμνήσεις για τους διάσημους πρωταγωνιστές της.
Ακολούθησε η ταινία «Love Me Not», με τον Χρήστο Λούλη και την Ελένη Ρουσσινού, ενώ όπως μας ανακοίνωσε όλα είναι έτοιμα για τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας του, που θα την ονομάσει «Apathy» και θα είναι μια πολυεθνική παραγωγή.
«Το «Apathy» είναι μια ταινία συμβολική», τονίζει. «Μιλάει για το πως τελικά τα παιδιά δεν αντέχουν να ζήσουν σε αυτόν τον σκληρό κόσμο, σε αυτή την κοινωνία που διακατέχεται από βία και απολυταρχισμό. Το θέμα της προέρχεται από ένα από τα πιο νέα σύνδρομα που έχουν διαγνωστεί και ονομάζεται “το σύνδρομο των παραιτημένων παιδιών”. Τα παιδιά λοιπόν των προσφύγων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της ανατολικής Ευρώπης πέφτουν σε κώμα όταν η αίτηση πολιτικού ασύλου απορρίπτεται. Το σύνδρομο αυτό πρωτοεμφανίστηκε στη Σουηδία το 1998 και έκτοτε έχει εμφανιστεί σε πολλές άλλες χώρες όπως Αυστραλία αλλά και Ελλάδα. Τα παιδιά αυτά, έχοντας βιώσει ιδιαίτερα βίαιες καταστάσεις στην χώρα τους, όταν τους αρνούνται το άσυλο και είναι αναγκασμένα να επιστρέψουν πίσω, δεν μπορούν να το διαχειριστούν κι έτσι το ανώτερο τμήμα του εγκεφάλου διακόπτει απότομα την λειτουργία του και πέφτουν σε κώμα. Το συγκλονιστικό είναι ότι το μόνο που μπορεί να τα «ξυπνήσει» είναι η ελπίδα. Η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, σε μια κοινωνία που μπορεί να τα κάνει να νοιώσουν ασφαλή. Στην ταινία οι πρωταγωνιστές είναι Ρώσοι και η ιστορία διαδραματίζεται στην Στοκχόλμη. Η βασική παραγωγή είναι γαλλική με πολλούς συμπαραγωγούς. Πιστεύω πως είναι μια ταινία που εκφράζει όλη αυτή την ανασφάλεια που ζούμε πια μέσα σε μια κοινωνία που έχει την ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί».
Ένα χαρακτηριστικό των ταινιών του Αλέξανδρου Αβρανά, εκτός από την εμβληματική «Miss Violence», δηλαδή οι τρεις από τις τέσσερις που έχει γυρίσει μέχρι σήμερα, δεν κατέστη εφικτό να προβληθούν στις ελληνικές αίθουσες. Ο ίδιος, σχολιάζει το γεγονός ως εξής: «Οι ταινίες ευτυχώς, σε αντίθεση με το θέατρο, μένουν. Δεν με πειράζει, μπορώ να πω, καθόλου. Ίσως δεν ήταν η ώρα τους να βγουν, ίσως δεν ήταν έτοιμος ο κόσμος να τις δει. Ειδικά το «Love me not» είναι μια ταινία που ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο με μεγάλη απήχηση. Αν τώρα στην Ελλάδα οι διανομείς πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι ικανός μόνο για σαχλοκωμωδίες ή ταινίες αμιγώς ψυχαγωγικές, αυτό δεν είναι δική μου ευθύνη».
Περνώντας στην πρόσφατη εμπειρία του να σκηνοθετήσει – λόγω των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία – μια θεατρική παράσταση του Εθνικού Θεάτρου σε live streaming, ο Αλέξανδρος Αβρανάς την χαρακτηρίζει «πολύ ενδιαφέρουσα». Όπως σημειώνει, «το σημαντικό για μένα ήταν ότι κατάφερα να συνδυάσω τον κινηματογράφο, που τόσο αγαπώ, με την θεατρική εμπειρία.
Η απόφασή μου δηλαδή να αντιμετωπίσω το live streaming σαν κινηματογραφικό γύρισμα μου έδωσε όλη την ελευθερία να χρησιμοποιήσω μέσα που δεν συνηθίζονται σε κάτι τέτοιο, όπως η χρήση μακενιστικών για την αδιάκοπη κίνηση της κάμερας, αλλά που για μένα είναι πολύ οικεία σαν εργαλεία αφήγησης λόγω του κινηματογράφου.
Θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να καταφέρει κανείς να μεταφέρει στον θεατή την έννοια του πραγματικού χρόνου, όπως θα τον βίωνε ο θεατής αν βρίσκονταν μέσα στο θέατρο. Άλλωστε το live streaming δεν μπορεί να αντικαταστήσει το θέατρο.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως σαν είδος είναι κάπως περίεργο αφού δεν είναι θέατρο, δεν είναι κινηματογράφος αλλά άπτεται περισσότερο μιας τηλεοπτικής εκπομπής, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλή τέχνη, όσον αφορά πάντα την τέχνη της αφήγησης. Σίγουρα όμως είναι ένας τρόπος να «ψυχαγωγήσει» τον κόσμο και να του προσφέρει την ευκαιρία να μην απομακρυνθεί από την τέχνη».
Επισημαίνεται ότι πρόκειται για τη σκηνοθεσία του τελευταίου έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, που ανέβασε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι ο Λευτέρης Βογιατζής και το οποίο διαδραματίζεται στο Βερολίνο, όπου ο Αβρανάς έζησε δέκα ολόκληρα χρόνια, τα πρώτα του αιώνα μας.
«Το «Σ’ εσάς που με ακούτε» είναι ένα ιδιαίτερα δύσκολο κείμενο, που όμως έχει πάρα πολύ ενδιαφέροντες κι ουσιαστικούς χαρακτήρες. Αυτός ήταν ο λόγος που το επέλεξα, ίσως κι επειδή διαδραματίζεται στο πολυπολιτισμικό Βερολίνο, μια πόλη που γνωρίζω καλά.
Το έργο στην ουσία του έχει κάτι πολύ σύγχρονο κι επίκαιρο. Μιλάει για τα ανεκπλήρωτα όνειρα των ανθρώπων, για όλους αυτούς τους χαρακτήρες που βρίσκονται σε μεταίχμιο αφού τα ανικανοποίητά τους, τους έχουν οδηγήσει σε προσωπικά αδιέξοδα. Κι εδώ ακριβώς έρχεται η έννοια του ζωτικού ψεύδους.
Τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας προκειμένου να μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε. Λίγο πριν την πανδημία, πιστεύω πως η κοινωνία μας είχε φτάσει σε τέτοιου είδους αδιέξοδα, εκ των οποίων άλλα ήταν υπαρκτά κι άλλα από αυτά προϊόντα ενός καπιταλιστικού συστήματος».
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη κουβέντα μας και επιστρέφοντας στο σινεμά, του ζητάμε ένα σχόλιο για τον κινηματογράφο που φτιάχνεται από Έλληνες την τελευταία δεκαετία, αν υπάρχει κάποιου είδους μορφολογική ενότητα σε όλο αυτό κι αν ασκεί επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η απάντησή του είναι νομίζουμε τροφή για σκέψη: «Αν το παρατηρήσει κανείς, αυτό που συμβαίνει με τον νέο ελληνικό κινηματογράφο είναι πολύ ενδιαφέρον. Ίσως είναι από τις λίγες φορές, πλην εξαιρέσεων, που η Ελλάδα εξάγει πολιτισμό πιο μαζικά. Φυσικά και τα φεστιβάλ έχουν «στρέψει» την προσοχή τους προς το νέο ελληνικό κινηματογράφο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρείται πάντα αξιόλογος. Ξέρετε πως όταν κάποιο προϊόν «πουλάει» σπεύδουν πάντα κάποιοι να το αντιγράψουν ή να το μιμηθούν. Αυτό είναι και το στοιχείο που θα οδηγήσει στον κορεσμό του και τέλος στην εξαφάνισή του. Άλλωστε το παγκόσμιο ενδιαφέρον εξελίσσεται και διαφοροποιείται. Όταν αυτό συμβεί, τότε ο νέος ελληνικός κινηματογράφος θα θεωρείται ήδη κάτι παρωχημένο. Ελπίζω πως θα είμαστε πιο έξυπνοι από αυτό».
Ελπίζουμε ότι ο νέος ελληνικός κινηματογράφος θα αποδειχθεί πιο έξυπνος…