Κάθε συζήτηση με την σπουδαία γλύπτρια Πολεοδομικού Τοπίου Νέλλα Γκόλαντα δεν μπορεί να περιχαρακωθεί στο αυστηρά καλλιτεχνικό πλαίσιο της τέχνης της και φτάνει αναπόφευκτα στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου μέσα στον δημόσιο χώρο όπου αυτός κινείται. Ίσως αυτή να είναι μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της κας Γκόλαντα, η οποία έλκει την καταγωγή της από τη Λάρισα, καθώς έχει αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στην πόλη με το έργο της. Παράλληλα, έχει τιμηθεί πολλές φορές, ενώ ξεχωριστή ήταν η βράβευσή της από τους Αρχιτέκτονες Τοπίου Ελλάδας, οι οποίοι την αναγόρευσαν σε 1ο Επίτιμο Μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου.
«Πιστεύω ότι ο δημόσιος χώρος είναι η μεγάλη ευκαιρία στις σύγχρονες πόλεις μας να αναπτυχθεί, να διαμορφωθεί και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο συνειδητοποίησης και εξανθρωπισμού της καθημερινότητας ώστε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για τη βαθειά κατανόηση, επαφή και σύνδεση με το φυσικό, ιστορικό και ανθρωπογενές τοπίο κάθε πόλης» επισημαίνει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα larissanet και αμέσως η συζήτηση κινείται στην αγαπημένη της Λάρισα: «Στην περίπτωση της πόλης της Λάρισας, που η διαρκής της οίκηση χάνεται στα βάθη της προϊστορίας και που είχα την τύχη να είναι η πατρίδα μου, παρόλο το μεταπολεμικό κατεστραμμένο πρόσωπό της στο οποίο μεγάλωσα, οι κάτοικοί της, με φλογερό ενθουσιασμό, δεν έχαναν ευκαιρία να αναφέρονται στη μεγάλη ιστορική σημασία της και, όπως συνειδητοποίησα αργότερα, σηματοδοτούσαν τη διαδοχική διαστρωμάτωσή της, μέσα στους αιώνες».
Σε ότι αφορά αυτό που την σημάδεψε από την πόλη η Νέλλα Γκόλαντα δηλώνει πως ήταν «η λατρεία και οι βιωματικές και ενθουσιώδεις αφηγήσεις των κατοίκων για τον Θεσσαλικό κάμπο, με τους ιστορικούς μυθικούς όγκους του που τον περιβάλλουν και τους μοναδικούς ορεινούς οικισμούς (Αμπελάκια, Μακρυνίτσα, Ζαγορά, κλπ). Έχουν χαραχθεί στη μνήμη μου πολύ έντονα οι αφηγήσεις τους για τις ορεινές και πεδινές ροές νερών και το παραθαλάσσιο μέτωπο του κάμπου».
Η γενικότερη θέση της συμπυκνώνεται στην βαθειά της επιθυμία «ο δημόσιος χώρος να λειτουργήσει σαν εφαλτήριο ανάπτυξης των ποιοτήτων της βίωσης που χαρακτηρίζουν τις ελληνικές πόλεις από την αρχαιότητα. Η προσπάθειά μου επικεντρώνεται στην ανάπτυξη των δημοκρατικών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων και στην καθημερινή καλλιέργειά τους, με ανυποψίαστο τρόπο, με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των τοπίων και των πόλεων της Ελλάδας, διαχρονικά».
Για το έργο στη Λάρισα
Αυτή τη θέση την εξειδικεύει σε ότι αφορά τη Λάρισα δηλώνοντας: «πιστεύω ότι η διαμόρφωση του περιορισμένου κεντρικού – ιστορικού κέντρου της πόλης της Λάρισας, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το νεοανασκαφέν Αρχαίο Θέατρο, πρέπει να διαπερνάται από έναν ενιαίο σχεδιαστικό ρυθμό, ένα συνολικό σχεδιασμό γλυπτικής πολεοδομικού τοπίου, με ενιαία υλικά και εξοπλισμό και γενικά όλα να υπακούουν σε μια ενιαία σχεδιαστική πλαστική ιδέα, χωρίς να διασπάται ο ευαίσθητος και πολύ περιορισμένος δημόσιος χώρος του κέντρου σε επιμέρους σχεδιαστικές λύσεις, οι οποίες, ακόμα και στην περίπτωση που μπορεί αυτοτελώς να θεωρηθούν επιτυχημένες και εξαιρετικές, εντούτοις θα προκαλέσουν διάσπαση και εκτροπή από τον στόχο που είναι η ανάδειξη του Αρχαίου Θεάτρου, μέσω ολιστικών σχεδιασμών πολεοδομικού γλυπτικού τοπίου, δημιουργώντας ένα συνονθύλευμα ρυθμών, υλικών και σχεδιασμών που διασπούν και αποπροσανατολίζουν από τον στόχο αυτό».
Σ’ αυτό το σημείο η Νέλλα Γκόλαντα κάνει ειδική αναφορά στο δικό της έργο που κοσμεί το κέντρο της Λάρισας και την κεντρική ιδέα που το διαπερνά υπογραμμίζοντας ότι «όλοι οι άξονες και οι σχεδιαστικοί ρυθμοί ακόμη και η ροή του «Γλυπτού Ποταμού» που ξεκινούν από το πιο απομακρυσμένο σημείο της Πλατείας Ταχυδρομείου (αναφορά στην ορεινή Θεσσαλία) προς την Κεντρική Πλατεία (πεδινή Θεσσαλία) και συνδέονται με το Αρχαίο Θέατρο, δημιουργούν ένα ενιαίο σχεδιαστικά κέντρο, στοχεύοντας στην άρση της χαμένης σχέσης της μεταπολεμικής πόλης της Λάρισας με τον Ποταμό της, συνδέοντας τη μνήμη με τη μεγάλη ροή του Πηνειού, από τις μακρινές ορεινές εκβολές, το πέρασμα του μέσα από την εύφορη πεδιάδα και από τις χαράδρες του μυθικού Ολύμπου και της κοιλάδας των Τεμπών μέχρι την εκβολή του στο Αιγαίο. Η κεντρική ιδέα του σχεδιασμού ήταν να συμπαρασύρει στις μνήμες με αναφορές στις βιωματικές και ιστορικές συγκινήσεις κατά μήκος της μεγαλειώδους διαδρομής του κύριου ποταμού του Θεσσαλικού κάμπου».
Τα έργα που άλλαξαν το δημόσιο χώρο
Η γλύπτρια Πολεοδομικού Τοπίου κάνει μια γρήγορη περιήγηση στα έργα της, τα οποία παραμένουν σημεία – αναφοράς σε περιοχές της χώρας, αλλάζοντας εκ βάθρων τον δημόσιο χώρο. Αναλυτικά, επισημαίνει τα εξής: «Τα έργα μου «Κατοικημένα Γλυπτά Τοπία» μεγάλης πολεοδομικής κλίμακας στο δημόσιο χώρο, όπως είναι η Κεντρική Πλατεία του Παλαιού Φαλήρου (1976 – 1982), η Γλυπτή Προκυμαία του Παλαιού Φαλήρου (1984 –1986), το Γλυπτό Θέατρο Αιξωνή στη Γλυφάδα (1984 – 1992) (πρόγραμμα αποκατάστασης των μη ενεργών λατομείων της Αττικής, επί Αντώνη Τρίτση), η Πλατεία Ταχυδρομείου (1993 – 1996) και η Κεντρική Πλατεία της Λάρισας (1996 – 1998) και η πεζοδρόμηση – σύνδεση με τις προαναφερόμενες κεντρικές πλατείες του περιβάλλοντος χώρου του Αρχαίου Θεάτρου (2006), καθώς και τα «Γλυπτά Αρχιτεκτονικά Τοπία Ν. Γκόλαντα + Α. Κουζούπη», όπως η αποκατάσταση τοπίου στο Μη Ενεργό Λατομείο Διονύσου (Ιδιοκτησίας μαρμάρων Διονύσου Α.Ε.Β.Ε.) με τη δημιουργία του Ανοιχτού Μουσείου Παλαιάς Λατομικής Τέχνης (1994 – 1997), οι αισθητικές επεμβάσεις κατά μήκος 8χιλ. στη Δυτική Περιφερειακή Υμηττού – Αττική Οδός (1999 – 2005) και η Κεντρική Πλατεία («Πλατεία Βάσω Κατράκη») στη Γλυφάδα (2006-2008), έργα που έγιναν σε συνεργασία με την Ασπασία Κουζούπη, αρχιτέκτονα μηχανικό Α.Π.Θ. MAS Landscape Architect ETH-Zurich, διδάκτορα του ΑΠΘ και διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, χαρακτηρίστηκαν από το κοινό στοιχείο της μεγάλης χαράς για συνεργασία και ολόψυχη συμμετοχή και ευχαρίστηση μεταξύ των εμπλεκόμενων στα έργα αυτά, ξεκινώντας από τους επιστήμονες των Τεχνικών Υπηρεσιών των Δήμων και των εργοταξίων ως τους μαστόρους που συμμετείχαν στη δημιουργία αυτών των έργων».
Η συζήτηση επανέρχεται στη Λάρισα, καθώς θυμάται «τη συγκλονιστική συγκίνηση όταν, τελειώνοντας το πολύπλοκο και πολύ απαιτητικό έργο της Πλατείας Ταχυδρομείου, έκτασης 13 στρεμμάτων, τα δάπεδα της οποίας υπακούουν σε ρυθμούς ροής προς διάφορες κατευθύνσεις της πόλης, σε διάλογο με τις ορεινές και πεδινές εμφανίσεις του ποταμού (Α΄ και Β’ Τμήμα του «Γλυπτού Ποταμού»), όταν ζήτησα την επόμενη μέρα από τα εγκαίνια, τον Ιούνιο του 1996, από τον Λαρισινό αρχιμάστορα και εργολάβο του έργου Βαγγέλη Κανάκη, να μου διαθέσει ένα μάστορα για μια πολύ μικρή διόρθωση, η απάντησή του ήταν: “Και να μας πείτε να γκρεμίσουμε όλη την Πλατεία και να την ξαναχτίσουμε, ευχαρίστως κα Γκόλαντα”».
«Η τέχνη δεν φυλάσσεται στα μουσεία, γίνεται κτήμα όλων»
H Νέλλα Γκόλαντα, στο τελευταίο μέρος της συζήτησης, σκιαγραφεί τη «φιλοσοφία» που διαπερνά το έργο της και τονίζει τα εξής: «Εστιάζεται στην άρση του αδιάφορου από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις μας και την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων στο φυσικό και ιστορικό διαχρονικό γίγνεσθαι της ευρύτερης περιοχής, ώστε οι ποιότητες του πολιτισμού των τοπίων και των τόπων να περνούν και στην καθημερινότητα. Ζώντας στο εσωτερικό των γλυπτών αρχιτεκτονικών τοπίων, η τέχνη διεισδύει στη ζωή με έναν ολοκληρωμένο και ζωντανό τρόπο, γεννώντας προοπτικές ανάπτυξης φιλικών και δημιουργικών ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς όρια και όρους. Η τέχνη, όχι εξατομικευμένη, αλλά κομμάτι της αστικής συλλογικής ζωής, είναι ανοιχτή σε όλους όσους χρησιμοποιούν το δημόσιο χώρο. Δεν είναι απομονωμένη, ανήκει σ’ όλο τον κόσμο που διασχίζει τους διαμορφωμένους χώρους, δεν φυλάσσεται πλέον στα μουσεία, γίνεται κτήμα όλων. Ιδιαίτερη μέριμνά μου είναι η εμπλοκή των παιδιών, ακόμα και από την προσχολική ηλικία, ώστε να συμμετέχουν, παίζοντας με έργα τέχνης, σε υποσυνείδητες και απρόβλεπτες ζυμώσεις, διαμορφώνοντας, καλλιεργώντας και πυροδοτώντας το πολιτιστικό μελλοντικό απόθεμα της πόλης».