Τον Μόσχο Λαγκουβάρδο τον συναντάς συχνά στο κέντρο της πόλης. Είναι η χαρακτηριστική φιγούρα με τα μαύρα, την τραγιάσκα, τη λευκή γενειάδα και στα χέρια του ένα βιβλίο ή σημειώσεις. Με μια αστική ευγένεια μπορεί να μοιραστεί με όλους δύο κουβέντες στην καθημερινή του βόλτα. Σπούδασε νομικά στο ΑΠΘ, ενώ υπηρέτησε ως Πταισματοδίκης. Έγραψε ποίηση, δοκίμια, χρονογραφήματα, μετάφρασε έργα του Ρόμπερτ Λαξ. Αρθρογράφος επί σειρά ετών σε τοπικές εφημερίδες («Ελευθερία», «Ημερήσιος Κήρυκας», «Ρεθυμνιώτικά Νέα», «Κόσμος» Λάρισας κ.ά.), σήμερα είναι συνεργάτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας «larissanet».
Αν και γεννήθηκε στην Πεντάβρυσο Καστοριάς από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μακεδονίτισσα, πολιτογραφήθηκε Λαρισαίος.
«Τα παιδικά μου χρόνια τά ‘ζησα στην κωμόπολη της Δεσκάτης Γρεβενών, το χωριό της μητέρας μου. Από παιδί εκτίμησα την αξία του καλού ανθρώπου και ευτυχώς υπήρχαν πολλοί καλοί άνθρωποι γύρω μου. Αν και η γιαγιά μου Βασιλική δεν χώριζε τους ανθρώπους σε καλούς και σε κακούς, αλλά σε ανθρώπους που τους «κόβει» και σε ανθρώπους που δεν τους «κόβει». Έτσι δεν κατέκρινε κανέναν. Αν κάποιος έσφαλε σε κάτι, η γιαγιά μου έλεγε, «δεν τον κόβει, μάνα μ’» και με αυτόν τον τρόπο, έκανε θα λέγαμε με φιλοσοφικούς όρους, αναγωγή σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο» αφηγείται με αυτοβιογραφική διάθεση σε μια κατάθεση ψυχής.
«Από παιδί αγάπησα τη φύση, τη μουσική, το λογοτεχνικό βιβλίο κι ήθελα να γίνω συγγραφέας. Στην αγάπη της φύσης με μύησε ο παππούς μου Αγγελάκης και η μητέρα μου Ελένη. Το σπίτι του παππού μου ήταν χτισμένο μέσα σε κήπο. Η κλίση στη μουσική είναι κληρονομική, ο πατέρας μου Μανώλης ήταν Κρητικός λυράρης. Εγώ δεν έγινα μουσικός αλλά και τα τρία μου παιδιά τα έκανα μουσικούς, το Μανώλη (βιολοντσελίστα), το Γρηγόρη (βιολιστή) και την Μαρία-Κλεοπάτρα (πιανίστρια). Το χόμπυ μου είναι η επικοινωνία και κυρίως η συνάντηση με ενδιαφέροντες ανθρώπους. Αν με αξιώσει ο Θεός θα γράψω ένα βιβλίο με τίτλο “αναμνήσεις και συναντήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους”» συμπληρώνει και προσθέτει:
«Είχα την ευλογία του Θεού να συναντήσω ενδιαφέροντες ανθρώπους. Εκείνος που με επηρέασε περισσότερο και υπήρξε ο δάσκαλός μου στη λογοτεχνία και στη ζωή γενικά είναι ο Αμερικανός ποιητής και φιλόσοφος Ρόμπερτ Λαξ, που τον συνάντησα στην Κάλυμνο και έκτοτε η ζωή μου χωρίστηκε στα δύο πριν τον Λαξ και μετά τον Λαξ. Ήταν ο άνθρωπος που εδραίωσε περισσότερο από όλους την πίστη μου στο Χριστό και την αγάπη μου στην νοερά προσευχή. Τόσο που πιστεύω ότι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου είναι να γίνει “οίκος προσευχής”».
Μιλάει και για τη ζωή: «Η στενοχώρια είναι αξιολύπητη. Κανένας δεν την θέλει. Από παντού την διώχνουν. Γιατί δεν αλλάζει κι αυτή χαρακτήρα. Πώς μπορεί να ζει έτσι;
Σε ποιον άραγε τόπο θα γινόταν δεκτή η στενοχώρια; Ποιός θέλει τη στενοχώρια; Δεν ξέρω κανέναν να τη θέλει. Εντάξει να τη διώχνουμε, αλλά με καλό τρόπο. Να προσευχόμαστε γι΄ αυτούς που μας στενοχωρούν. Έτσι φεύγει η στενοχώρια με τη θέλησή της. Ακόμα κι όταν ο εαυτός μας ο ίδιος είναι η αιτία της στενοχώριας μας, ας προσευχηθούμε, και θα φύγει με το καλό. Κύριε, όση στενοχώρια μου δίνει ο εαυτός μου, τόση χαρά να του δώσεις. Έτσι πιστεύω θα φύγει η στενοχώρια.
Μια φορά ήρθε μια γυναίκα απ΄ τις Δυτικές Πολιτείες της Αμερικής, στις Ανατολικές και συναντώντας έναν συγγραφέα, τον ρώτησε πώς είναι η ζωή στις Ανατολικές Πολιτείες. Ο συγγραφέας την ρώτησε, στις Δυτικές πώς είναι; Μια χαρά είναι η ζωή στις Δυτικές Πολιτείες, είπε.
Μια χαρά είναι η ζωή και στις Ανατολικές Πολιτείες, απάντησε ο συγγραφέας.
Μια άλλη φορά ήρθε μια γυναίκα από τις Βόρειες Πολιτείες στις Νότιες και συναντώντας έναν συγγραφέα, τον ρώτησε, πως είναι η ζωή στις Νότιες Πολιτείες. Ο συγγραφέας τη ρώτησε, πώς είναι η ζωή στις Βόρειες Πολιτείες. Χάλια είναι η ζωή στις Βόρειες Πολιτείες, απάντησε η γυναίκα. Χάλια είναι η ζωή κι εδώ στις Νότιες Πολιτείες, είπε ο συγγραφέας.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τις συναντήσεις και τις απαντήσεις αυτές είναι ότι η ζωή είναι όπως είμαστε!».
Χρ. Μπ.