Μια όμορφη αναπόληση στα παιδικά χρόνια, την εποχή μιας «άλλης» Λάρισας – της γενέθλιας πόλης που αποτελεί «το πρώτο και τελικό σημείο αναφοράς» του όπως και ο ίδιος υπογραμμίζει – προσφέρει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» ο δημοσιογράφος και πρώην Υπουργός Πέτρος Ευθυμίου.
Ας ακολουθήσουμε την αφήγηση – «ταξίδι» του κ. Ευθυμίου σε τόπους, πρόσωπα και αξίες που «σημαδεύουν» για μια ζωή:
«Είναι αλήθεια, ότι η πιο πραγματική μας πατρίδα, είναι η παιδική μας ηλικία.
Γι αυτό, αν και στην Λάρισα έζησα μόνον τα πρώτα δώδεκα χρόνια της ζωής μου, αν και μετά εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, σπούδασα στα Γιάννενα και, λόγω των επιλογών της ζωής μου, ταξίδεψα σχεδόν σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, η Λάρισα είναι το πρώτο και τελικό σημείο αναφοράς μου.
Γιατί για μένα, η Λάρισα δεν είναι μόνον ο γενέθλιος τόπος, αλλά ο διαμορφωτικός, του χαρακτήρα, τρόπος. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι εξελισσόμαστε, αλλάζουμε, βελτιωνόμαστε ή και γινόμαστε χειρότεροι, στην διαδρομή της ζωής μας.
Ωστόσο, αποφασιστικό ρόλο, παίζουν τα θεμέλια της διαμόρφωσης μας, δηλαδή η αγωγή και οι πολυσύνθετες επιρροές, που δεχόμαστε στα πρώτα, κρίσιμα και αποφασιστικά χρόνια μας.
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ πλούσιο και τυχερό άνθρωπο, από το ανεξάντλητο κεφάλαιο ζωής που μου έδωσε η γενέθλια πόλη μου, η Λάρισα, στην παιδική μου ηλικία.
Πρίν απ’όλα, ο τόπος. Υπάρχει καταρχήν η ομαλότητα και η ευθύγραμμη σχέση των πραγμάτων που διαμορφώνει η πόλη στον κάμπο. Ξαφνικά, υψώνεται μια μικρή έξαρση της γής που είναι το Φρούριο. Αλλά, όταν γυρίζει το μάτι, κυριαρχούν στον ορίζοντα οι γραμμές των βουνών, που δημιουργούν την αίσθηση, ότι πατάς μεν σταθερά στη γή, αλλά μπορείς να υψώνεσαι και πιο πάνω, στην φυσική συνέχεια της κίνησής σου.
Και μετά πάς, κρυφά από το σπίτι, στον Πηνειό, με τον Σάκη, τον Γιώργο, τον Κώστα, τους φίλους σου της περιπέτειας, και εκεί, μπροστά στο υδραγωγείο, βουτάς και χαίρεσαι ένα πλούσιο -τότε- ζωογόνο ρεύμα του νερού, που ξανακολυμπάς μέσα του, στις καλοκαιρινές διακοπές, όταν συναντά στις εκβολές του, το Αιγαίο, στο Τσάγεζι και το Κόκκινο Νερό.
Με τους προσκόπους, οι ίδιοι τόποι, άνοιγαν νέους κόσμους.
Σε καθαρές ανοιξιάτικες νύχτες, χωρίς φεγγάρι, στο Φρούριο η ομάδα, συλλάβιζε την ομορφιά του σύμπαντος και των αστερισμών του. Από τα σχετικά εύκολα, όπως η Μεγάλη και η Μικρή Άρκτος, αλλά και σε όλο πιο δύσκολες συστάδες, καθώς έρρεε μαγικά ο Γαλαξίας.
Όλα αυτά, μαζί με την μαγεία ενός προικισμένου δημόσιου σχολείου, με σπάνιους δασκάλους. Το Τρίτο και Πρώτο Δημοτικό που τότε συστεγάζονταν, και έκανα από τρείς τάξεις και στα δύο (αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος λόγω ζωηρότητας, ήταν η αιτία), συνιστούν –για μένα- μια παρακαταθήκη ζωής. Γερά μαθήματα, αλλά και ποικιλία παράλληλων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Συχνές επισκέψεις στην Αβερώφειο Σχολή, σχολικοί κήποι με καλλιέργειες, σχολικός πολύγραφος για έκδοση μαθητικής εφημερίδας. Το σχολείο παλλόταν ως ζωντανός οργανισμός παροχής όχι μόνον γνώσεων και γνώσης, αλλά και κοινωνικοποίησης και διαμόρφωσης αισθήματος κοινωνικής ευθύνης. Ακόμα θυμάμαι, όταν πήγαμε με δέματα «δώρων» στις γιορτές στο Γηροκομείο, πόσο βαθιά συναισθάνθηκα την έννοια και την ανάγκη της αλληλεγγύης.
Και μετά, το μάθημα των Αγγλικών με την Συκιούρογλου στην «Ελληνοαμερικανική Ένωση» και των Γαλλικών στο «Institute Francaise» με τον Ταμβακά, ήταν ταυτόχρονα ένα άνοιγμα στον κόσμο και όχι απλώς σε μια ξένη γλώσσα.
Όπως άνοιγμα σε έναν άλλο κόσμο ήταν τα μαθήματα βιολιού για έξι χρόνια, με τον Άρη Μακρή στο Ωδείο.
Που την ίδια στιγμή, ήταν μέλος μιας παρέας, με τον Τάκη Τλούπα, τον Δημήτρη Θεοχάρη, τον Κίτσο Μακρή στον Βόλο, που εισήγαγαν στην ζωή μας, πέρα από την μουσική, και άλλες αγάπες. Την φωτογραφία, την αρχαιολογία, την τέχνη και την λαϊκή τέχνη.
Και όλα αυτά σε ένα ανθρώπινο περιβάλλον με κώδικες ζωής αυστηρούς και διαυγείς. Όφειλες να ήσουν ευθύς, «ντόμπρος». Να μάθεις να προσφέρεις και όχι να ζητάς. Τα σπίτια των γειτόνων ήταν ανοιχτά. Υπήρχε κοινότητα ζωής. Καθένας μας είχε δέκα μανάδες και δέκα πατεράδες, δηλαδή τους γονείς των φίλων μας. Και όλοι μας διαπαιδαγωγούσαν, με το ίδιο πνεύμα.
Να κερδίζεις στην ζωή με εργατικότητα και εντιμότητα και όχι με πλάγιους τρόπους. Ο παππούς από την μάνα μου, ο Απόστολος Βακάλης, ήταν ο γενάρχης, που μαζί με την αρσακειάδα γιαγιά, Μαρία Αρκαδίου, κρατούσαν το «ίσιο» για όλη την πολυάριθμη και πολυδαίδαλη οικογένεια. Ακόμα και τώρα, όταν μαζευόμαστε τα ξαδέλφια, όλο και κάποιος κάποια στιγμή, θα θυμίσει το «μάντρα» της γιαγιάς Μαρίας: «Επιμελού, κοπίαζε, ενόσω είσαι νέος, δια να μην μετανοείς, το ύστερον, ματαίως». Για να προστεθεί αλυσιδωτά και αυστηρά «Χρόνου φείδου!».
Χαίρομαι που η Λάρισα, που συχνά και σταθερά επισκέπτομαι κάθε χρόνο, μεγάλωσε όμορφα, προστάτευσε και ανέδειξε το ιστορικό της κέντρο, πριν γίνει ανεπίστροφη η πορεία καταστροφής του, έχει ζωντάνια και νεανικό παλμό, με το Πανεπιστήμιο και το ΤΕΙ, έχει μια υπέροχη Πινακοθήκη και εύχομαι να αρτιωθεί αντίστοιχα και η Βιβλιοθήκη.
Και ελπίζω, τα σημερινά παιδιά που γεννιούνται στη Λάρισα, να συναντούν το ίδιο ανθρωπογενές περιβάλλον, ώστε να πατήσουν, με διάρκεια, σε στέρεα θεμέλια ζωής».